-
61 затруднение
затруднениес ἡ δυσκολία, ἡ δυσχέρεια:денежные \затруднениеия οἱ οίκονομικές δυσχέρειες· быть в \затруднениеии βρίσκομαι σέ δύσκολη θέση, βρίσκομαι σέ δυσχέρεια· выходить из \затруднениеия βγαίνω ἀπ' τή δύσκολη θέση· создавать \затруднениеия δυσκολεύω, προκαλώ δυσκολίες. -
62 затруднить
затруднитьсов, затруднять несов1. (кого-л.) ἐνοχλώ, προκαλώ ἐνόχληση:вас это не затруднит? δέν θά σᾶς εἶναι δύσκολο;·2. (что-л.) δυσκολεύω, δυσχεραίνω:\затруднить доступ куда-л. δυσκολεύω τήν είσοδο. -
63 интерес
интересм1. τό ἐνδιαφέρον, τό συμφέρον:возбуждать \интерес κ чему-л. προκαλώ τό ἐνδιαφέρον γιά κάτι· проявлять \интерес ἐπιδεικνύω ἐνδιαφέρον это не представляет \интереса αὐτό δέν παρουσιάζει ἐνδιαφέρον в ваших \интересах εἶναι προς τό συμφέρον σας· какой мне \интерес? τί συμφέρον ἔχω;·2. \интересы мн. τά ἐνδιαφέροντα, τά συμφέροντα:жизненные \интересы τά ζωτικά συμφέροντα· духовные \интересы τά πνευματικά ἐνδιαφέροντα. -
64 интересовать
интерес||оватьнесов προκαλώ τό ἐνδιαφέρον. -
65 квасить
квас||итьнесов προκαλώ ζύμωση, ὑποβάλλω σέ ζύμῶση, ξυνίζω. -
66 наводить
наводитьнесов κατευθύνω (направлять) I σκοπεύω (нацеливать):\наводить на след κατευθύνω στά Ιχνη· \наводить орудие на цель κατευθύνω τό πυροβόλο σέ στόχο· ◊ \наводить лоск, \наводить глянец γιαλίζω, λουστράρω, στιλβώνω· \наводить красоту́ разг καλλωπίζομαι, βάφομαι· \наводить порядок βάζω τάξη· \наводить скуку προξενώ (или προκαλώ) πλήξη, γίνομαι ἀνιαρός· \наводить страх на кого-л. προξενώ φόβο σέ κάποιον \наводить справку ὁ чем-л. πληροφορούμαι, παίρνω πληροφορίες γιά κάτι· \наводить критику разг κάνω κριτική· \наводить на мысль ὁδηγώ στή σκέψη· \наводить мост κτίζω γέφυρα. -
67 нагонять
нагонятьнесов1. (догонять) φτάνω, προφτάνω, καταφτάνω·2. (наверстывать) ἀναπληρώνω, κερδίζω·3. (вызывать, причинять) προξενώ, φέρνω:\нагонять тоску́ φέρνω ἀνία· \нагонять страх на кого-л. προξενώ φόβο σέ κάποιο· \нагонять сон προκαλώ ὕπνο. -
68 нарекание
нарекан||иес ἡ ἐπίκριση [-ις], ὁ ψόγος:вызывать \нареканиеия προκαλώ ἐπικρίσεις. -
69 насмешить
насмешитьсов (кого-л.) κάνω νά γελάσει, προκαλώ εὐθυμίαν. -
70 настраивать
настраивать Iнесов1. муз. κουρδίζω·2. радио ρεγουλάρω·3. (механизм) ρεγουλάρω, ρυθμίζω·4. (приводить в какое-л. настроение) προδιαθέτω / βάζω φυτίλια, ὑποκινώ (внушать):\настраивать кого-л. против кого-л. βάζω φυτίλια σέ κάποιον ἐναντίον ἄλλου· \настраивать кого-л. на что-л. προδιαθέτω, προτρέπω, ὑποκινώ· \настраивать в пользу кого-л. προκαλώ εὐμένεια γιά κάποιον \настраивать против себя ἐξεγείρω ἐναντίον μου.настраивать IIнесов (строить много) χτίζω. -
71 недовольрый
недово́льрыйприл δυσαρεστημένος:\недовольрый взгляд τό ἐπιτιμητικό βλέμμα \недовольрыйство с ἡ δυσαρέσκεια:вызвать \недовольрыйство προξενώ (или προκαλώ) δυσαρέσκεια -
72 недоумение
недоум||ениес ἡ ἀπορία, ἡ ἀμηχανία:быть в \недоумениеении εἶμαι σέ ἀμηχανίά вызывать \недоумениеение προκαλώ ἀμηχανία. -
73 обжигать
обжигатьнесов1. καίω, προκαλώ ἐγκαυμα·2. (кирпич и т. ἡ.) ψήνω, ὀπτῶ:\обжигать известь καίω ἀσβέστη, ἀπασβεστώνω. -
74 одухотворять
одухотвор||ять"еЗД. 1, (природу, животных) ἐμψυχώνω, ζωογονώ·2. (воодушевлять) ἐμπνέω, προκαλώ ἐξαρση. -
75 осаждать
осаждатьнесов1. (подвергать осаде) πολιορκώ:\осаждать крепость πολιορκώ φρούριο·2. перен разг ἐνοχλώ, γίνομαι κο-λιτσίδα:\осаждать просьбами ἐνοχλώ μέ παρακλήσεις· \осаждать вопросами βομβαρδίζω μέ ἐρωτήματα·3. хим. προκαλώ καθίζηση, κάνω κάτι νά κατακαθίσει. -
76 отвращение
отвращениес ἡ ἀηδία, ὁ σιχαμός, ἡ ἀπέχθεια, ἡ ἀποστροφή:питать \отвращение к че-му́-л. αἰσθάνομαι ἀπέχθεια γιά κάτι, ἀπεχθάνομαι, σιχαίνομαι· вызывать \отвращение προκαλώ ἀηδία· внушать \отвращение προξενώ ἀηδία -
77 переполох
переполохм ἡ ταραχή, ὁ σάλος/ ἡ ἀναστάτωση, ἡ ἀναμπουμπούλα (смятение):поднять \переполох προκαλώ ἀναστάτωση, -
78 перчатка
перча́тк||аж τό γάντι, τό χειρόκτι[ον]· ◊ бросить \перчаткау προκαλώ κάποιον, τοῦ πετῶ τό γάντι. -
79 предрасполагать
предраспол||агатьнесов1. (в пользу кого-л., чего-л.) προδιαθέτω·2. (способствовать чему-л.) προκαλώ διάθεση. -
80 представлять
представлятьнесов1. (предъявлять) παρουσιάζω, ἐμφανίζω, δείχνω:\представлять документы δείχνω τά χαρτιά, δείχνω τά ἔγγραφά \представлять доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις·2. (знакомить) συστήνω, συσταίνω, συνιστώ, παρουσιάζω·3. (к награде, к ордену) προτείνω, ὑποβάλλω ὑποψηφιότητα κάποιου·4. (воображать) φαντάζομαι, διανοούμαι, ἀναπαριστώ νοερά:вы не можете себе представить... δέν μπορείτε νά φαντασθείτε...· представь себе φαντάσου·5. (изображать) παριστάνω, παρουσιάζω:\представлять кого́-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον6. театр. παριστάνω, παίζω·7. (причинять, доставлять) παρουσιάζω, προκαλώ:это не представляет тру́дно-сти αὐτό γίνεται εὔκολα, αὐτό δέν εἶναι δύσκολο·8. (быть, являться чем-л.):\представлять большую ценность ἔχω μεγάλη ἀξία· что он представляет собою? τί είδους ἄνθρωπος εἶναι;· он ничего́ собою не представляет αὐτός δέν εἶναι τίποτε·9. (быть представителем) εἶμαι ἀντιπρόσωπος, ἀντιπροσωπεύω, ἐκπροσωπώ:\представлять чьи-л. интересы ἀντιπροσωπεύω τά συμφέροντα κάποιου.
См. также в других словарях:
προκαλώ — προκαλῶ, έω, Ν Μ Α [καλώ] καλώ κάποιον σε αναμέτρηση (α. «προκαλώ σε μάχη» β. «ἴθι νῡν προκάλεσσαι Μενέλαον ἐξαῡτις μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. ερεθίζω, διεγείρω («τόν προκαλούσε με τα καμώματά της») 2. γίνομαι αιτία, προξενώ, επιφέρω (α.… … Dictionary of Greek
προκαλώ — προκαλώ, προκάλεσα βλ. πίν. 76 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προκαλώ — προκάλεσα, προκλήθηκα και προκαλέστηκα, προκαλεσμένος 1. καλώ κάποιον σε αναμέτρηση, ερεθίζω, διεγείρω. 2. γίνομαι αίτιος για κάτι, προξενώ: Η τόση αδιαφορία του μου προκαλεί αγανάχτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκαλῶ — προκαλέω call forth pres subj act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth pres ind act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth fut ind act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth pres subj act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγουροφαίνομαι — προκαλώ δυσαρέσκεια, δυσθυμία σε κάποιον, τού κακοφαίνομαι, ξινοφαίνομαι … Dictionary of Greek
αναισθητίζω — προκαλώ απονάρκωση των αισθήσεων με κατάλληλα φάρμακα, ναρκώνω, υπνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος. ΠΑΡ. αναισθήτιση] … Dictionary of Greek
αναισθητοποιώ — προκαλώ σωματική αναισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος + ποιώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθητοποίηση] … Dictionary of Greek
απογοητεύω — προκαλώ απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + γοητεύω. Η λ. μαρτυρείται στον Ν. Σαρίπολο. Ο τ. απαγοητεύω (αντί απογοητεύω) είναι εσφαλμένος και οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση της λ. με σύνθετα όπως απαγορεύω, απαθανατίζω κ.τ.ό. (πρβλ. και… … Dictionary of Greek
δυναμιτίζω — προκαλώ με ενέργειες ή λόγους σοβαρές κρίσεις («δυναμιτίζει τη συνεννόηση, το ήπιο κλίμα κ.λπ.») … Dictionary of Greek
ηλεκτρολύω — προκαλώ ή επιφέρω ηλεκτρόλυση … Dictionary of Greek
κατασυγχύζω — προκαλώ σε κάποιον πολύ μεγάλη σύγχυση, συγκλονίζω, αναστατώνω, συνταράσσω κάποιον … Dictionary of Greek