-
21 смятение
смятениес ἡ σύγχυση [-ις], ἡ (αναταραχή (волнение, тревога)/ ἡ ἀναστάτωση, ἡ ἀνακατωσούρα (переполох):вызывать \смятение, приводить в \смятение προκαλώ σύγχυση, προκαλώ ἀναστάτωση. -
22 тошнота
тошно||таж ἡ ἀναγούλα, ἡ τάση γιά ἐμετό, τό ἀναγούλια-σμα:вызыва́ть \тошнотату́ προκαλώ ἀναγούλα, προκαλώ ἐμετό· до \тошнотаты σε βαθμό ἀηδίας, μέχρι σιχαμοῦ. -
23 вызвать
-зову, -зовешь, ρ.σ.μ.1. καλώ, φωνάζω•вызвать из дому φωνάζω να βγει από το σπίτι•
вызвать в суд κλητεύω.
|| (ξανα)βγάζω στη σκηνή•-ли певца аплодисментами με τα χειροκροτήματα έβγαλαν τον τραγουδιστή στη σκηνή.
2. καλώ•вызвать на соревнование καλώ σέ άμιλλα.
3. προκαλώ, προξενώ•вызвать радость προξενώ χαρά. -насмешки προξενώ τα γέλια•
вызвать гнев προκαλώ την οργή•
вызвать аппетит ανοίγω την όρεξη•
вызвать подозрение εγείρω υποψίες•
вызвать в память ανακαλώ στη μνήμη•
вызвать замешательство προξενώ σύγχυση.
|| σηκώνω•учитель -ал ученика к доске ο δάσκαλος σήκωσε το μαθητή στον πίνακα•
это может вызвать взрыв αυτό μπορεί να, προξενήσει έκρηξη.
καλούμαι• προσφέρομαι. -
24 жечь
жгу, жжешь, жгут; παρλθ. χρ. жег, жгла, жгло, ρ.δ.μ.1. καίω, βάζω φωτιά, πυρπολώ. || ανάβω. || καταναλώνω (ηλεκτρ. ρεύμα κ.τ.τ.).2. καίω, ψήνω•солнце жжет ο ήλιος καίει•
жечь кофе ψήνω καφέ•
жечь кирпичи ψήνω τούβλα.
|| κνίζω, τσουκνίζω, προκαλώ κνισμό, φαγούρα•крапива жжет η τσουκνίδα κνίζει.
3. μτφ. ανάβω, επιφέρω ισχυρό πάθος, προκαλώ μεγάλη λύπη, καίω, φλογίζω.καίω. || καίγομαι, παθαίνω εγκαύματα.(απλ.) είμαι πανάκριβος, απρόσιτος στην τιμή. -
25 задирать
ρ.δ.μ.βλ. задрать. || θίγω, αγγίζω. || προκαλώ, πειράζω.βλ. задрать(ся).προκαλώ, πειράζω. -
26 заронить
-оню, -онишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зароненный, βρ: -нен, -а, -оρ.σ.μ.1. μου πέφτει, άθελα•заронить ключ за сундук μου πέφτει άθελα το κλειδί πίσω από το σεντούκι.
2. προκαλώ, επιφέρω, εγείρω•заронить сомнение σπέρνω την αμφιβολία•
заронить в душе тоску προκαλώ θλίψη στην ψυχή.
παλ. εισχωρώ, μπαίνω μέσα, τυπώνομαι, (στη μνήμη, ψυχή κ.τ.τ.). -
27 смутить
смущу, смутишьκ. παλ. смучу, смутишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смущнный, βρ: -щн, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. παλ. θολώνω•смутить пруд θολώνω τη δεξαμενή.
2. προκαλώ ταραχές, αναστατώνω. || βάζω σε γκρίνιες• σπέρνω διχόνοιες.3. διαταράσσω•смутить покой διαταράσσω την ησυχία•
смутить душу διαταράσσω την ψυχική γαλήνη.
4. βλ. прельстить.5. προκαλώ σύγχυση, αναστάτωση, αναστατώνω. || συγχύζομαι, εκλαμβάνω άλλο αντ άλλου.1. θολώνομαι.2. ξεσηκώνομαι, ξεσπώ (για ταραχές).3. ταράσσομαι• συγχύζομαι• αναστατώνομαι. || αμφιταλαντεύομαι• αμφιβάλλω. -
28 спровоцировать
ρ.σ.μ.1. βλ. провоцировать (1, 2 σημ.).2. (ιατρ.) προκαλώ•спровоцировать приступ προκαλώ παροξυσμό.
-
29 авария
1. (повреждение, поломка) η βλάβη, η αβαρία 2. (крушение, катастрофа) το ατύχημα(об автомобиле) το τρακάρισμα3. (в морском праве) η αβαρία, η ναυθορία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авария
-
30 взрывать
(разрушать взрывом) προκαλώ έκρηξη, ανατινάσσω/ανατινάζω, διαρρηγνύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > взрывать
-
31 возбуждать
1. (побуждать) προκαλώ, κινώ, παροτρύνω 2. (предлагать что-л. на обсуждение или решение) (ανα)κινώ, προωθώ 3. (взволновать) συγκινώ 4. физиол. ερεθίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возбуждать
-
32 вызывать
1. (являться причиной) προκαλώ, προξενώ 2. (посылать вызывной сигнал, требовать явиться) καλώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вызывать
-
33 горение
η καύσηподдерживать - συντηρώ/διατηρώ την -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горение
-
34 доставлять
1. (к месту назначения) παραδίδω, φέρνω 2. (предоставлять) δίνω, δίδω, παρέχω 3. (причинять, вызывать) προξενώ, προκαλώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доставлять
-
35 задержка
1. (по времени) η (καθ)υστέ-ρησ/η, η επιβράδυνσηвследствие - и εξ' αιτίας της - ης, λόγω της -предотвращать - у προλαμβάνω/αποτρέπω την -(в эксплуатацию) - στην παράδοση για εκμετάλλευση/λειτουργίαвынужденная - αναγκαστική/υποχρεωτική -дополнительная - πρόσθετη/συμπληρωματική -ав. - της πτήσης2. (срабатывания механизма) το σταμάτημα, η (καθ)υστέρηση (εκκίνησης του μηχανισμού) 3. мед. η (καθ)υστέρηση, η κατακράτηση- мочи η κατακράτηση ούρων, η ανουρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задержка
-
36 изгиб
1. (вид деформации) η κάμψ/η 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου) 3. (листа) το γύρισμα, το τσάκισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгиб
-
37 изнашивание
η φθοράгидроабразивное - από το ύδωρ/νερό και την τριβήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изнашивание
-
38 индуцировать
επάγω, προκαλώ επαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индуцировать
-
39 колебания
мн. οι ταλαντώσεις, οι κραδασμοί, οι διακυμάνσεις, οι δονήσεις, οι παλμοί (πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колебания
-
40 наносить
1. (покрывать слоем чего-л.) εφαρμόζωεπικαλύπτω2. (обозначать) σημαδεύω 3. (причинять) προξενώ, προκαλώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наносить
См. также в других словарях:
προκαλώ — προκαλῶ, έω, Ν Μ Α [καλώ] καλώ κάποιον σε αναμέτρηση (α. «προκαλώ σε μάχη» β. «ἴθι νῡν προκάλεσσαι Μενέλαον ἐξαῡτις μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. ερεθίζω, διεγείρω («τόν προκαλούσε με τα καμώματά της») 2. γίνομαι αιτία, προξενώ, επιφέρω (α.… … Dictionary of Greek
προκαλώ — προκαλώ, προκάλεσα βλ. πίν. 76 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προκαλώ — προκάλεσα, προκλήθηκα και προκαλέστηκα, προκαλεσμένος 1. καλώ κάποιον σε αναμέτρηση, ερεθίζω, διεγείρω. 2. γίνομαι αίτιος για κάτι, προξενώ: Η τόση αδιαφορία του μου προκαλεί αγανάχτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκαλῶ — προκαλέω call forth pres subj act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth pres ind act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth fut ind act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth pres subj act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγουροφαίνομαι — προκαλώ δυσαρέσκεια, δυσθυμία σε κάποιον, τού κακοφαίνομαι, ξινοφαίνομαι … Dictionary of Greek
αναισθητίζω — προκαλώ απονάρκωση των αισθήσεων με κατάλληλα φάρμακα, ναρκώνω, υπνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος. ΠΑΡ. αναισθήτιση] … Dictionary of Greek
αναισθητοποιώ — προκαλώ σωματική αναισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος + ποιώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθητοποίηση] … Dictionary of Greek
απογοητεύω — προκαλώ απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + γοητεύω. Η λ. μαρτυρείται στον Ν. Σαρίπολο. Ο τ. απαγοητεύω (αντί απογοητεύω) είναι εσφαλμένος και οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση της λ. με σύνθετα όπως απαγορεύω, απαθανατίζω κ.τ.ό. (πρβλ. και… … Dictionary of Greek
δυναμιτίζω — προκαλώ με ενέργειες ή λόγους σοβαρές κρίσεις («δυναμιτίζει τη συνεννόηση, το ήπιο κλίμα κ.λπ.») … Dictionary of Greek
ηλεκτρολύω — προκαλώ ή επιφέρω ηλεκτρόλυση … Dictionary of Greek
κατασυγχύζω — προκαλώ σε κάποιον πολύ μεγάλη σύγχυση, συγκλονίζω, αναστατώνω, συνταράσσω κάποιον … Dictionary of Greek