-
1 возбуждать
возбуждатьнесов1. (вызывать) διεγείρω, ἐξεγείρω, προκαλώ:\возбуждать интерес προκαλώ τό ἐνδιαφέρον \возбуждать любопытство κινώ τήν περιέργεια·2. (волновать, будоражить) διεγείρω:\возбуждать умы διεγείρω τά πνεύματα·3. (настраивать против кого-л.) προτρέπω, παρακινώ, ἐρεθίζω· ◊ \возбуждать вопрос ἀνακινώ ζήτημα· \возбуждать дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω, κάνω δίκη. -
2 стимулировать
1. (ускорять, усиливать) διεγείρωερεθίζωυποκινώπαρακινώ2. мед. τονώνω, διεγείρω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стимулировать
-
3 вызвать
вызвать 1) καλώ, προσκα λώ, φωνάζω \вызватьврача φώναζα το γιατρό· \вызватьтакси καλώ τα ξί· \вызвать по телефону καλώ στο τηλέφωνο 2) (возбудить) διεγείρω, προκαλώ· \вызвать интерес προκαλώ ενδιαφέρον 3): \вызвать на состязание (на соревнование) καλώ σε αγώνα ( σε άμιλλα)* * *1) καλώ, προσκαλώ, φωνάζωвы́звать врача́ — φωνάζω το γιατρό
вы́звать такси́ — καλώ ταξί
вы́звать по телефо́ну — καλώ στο τηλέφωνο
2) ( возбудить) διεγείρω προκαλώвы́звать интере́с — προκαλώ ενδιαφέρον
3)вы́звать на состяза́ние (на соревнова́ние) — καλώ σε αγώνα (σε άμιλλα)
-
4 будить
будитьнесов1. ξυπνῶ, ἀφυπνίζω;2. перен ξυπνῶ, διεγείρω:\будить воспоминания ξυπνῶ ἀναμνήσεις' \будить ненависть διεγείρω τό μίσος. -
5 дразнить
дразнитьнесов1. πειράζω / ἐκνευρίζω (раздражать)·2. перен (возбуждать) ἐρεθίζω, διεγείρω:\дразнить аппетит διεγείρω τήν ὀρεξη. -
6 раздразнить
раздразнитьсов1. Ερεθίζω, ἐξερεθίζω, ἐξαγριώνω, ἀγγρίζω:\раздразнить собак ἀγγρίζω τά σκυλιά·2. (возбудить, разжечь) ἐξάπτω, διεγείρω:\раздразнить чей-л. аппети́т διεγείρω τήν ὅρεξη. -
7 разжечь
разжечьсов, разжигать несов1. ἀνάβω (μετ.), συνδαυλίζω, ὑποδαυλίζω:\разжечь огонь ἀνάβω τή φωτιά·2. перен ἐξάπτω, διεγείρω, ἐξεγείρω, ἀνάβω, ὑποδαυλίζω:\разжечь ненависть ἐξάπτω τό μίσος· \разжечь войну ὑπο-δαυλίζω τόν πόλεμο· \разжечь чье-л. любопытство διεγείρω τήν περιέργειαν. -
8 навлечь
-влеку, -влечшь, -влекут, παρλθ. χρ. навлк-влекла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. навлкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навлеченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.επισύρω, διεγείρω, κινώ, προκαλώ, προσελκύω, τραβώ•на себя подозрение κινώ την υποψία•
навлечь гнев кого-л. διεγείρω την οργή κάποιου•
навлечь на себя стыд и позор επισύρω εναντίον μου την ντροπή και το αίσχος.
-
9 раздражить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздраженный, βρ: • -жен, -жена, -оρ.σ.1. θυμώνω, εξάπτω, παροργίζω• αγριεύω.2. ερεθίζω•раздражить нерв ερεθίζω το νεύρο•
раздражить рану ερεθίζω την πληγή•
раздражить глэз ερεθίζω το μάτι.
3. κεντώ, διεγείρω•раздражить аппетит διεγείρω την όρεξη.
1. θυμώνω, εξάπτομαι, παροργίζομαι.2. ερεθίζομαι•кожа -лась το δέρμα ερεθίστηκε•
нерв -лся το νεύρο ερεθίστηκε.
-
10 щекотать
щекотать 1-кочу, -кочешьρ.δ.μ.1. γαργαλίζω•щекотать детей вредно το γαργάλισμα βλάφτει τα παιδιά.
|| ερεθίζω, προκαλώ κνησμό• τρώγω•у меня в горле -чет με τρώει ο λαιμός.
2. μτφ. κεντώ, ερεθίζω, διεγείρω•щекотать самолюбие κεντώ το φιλότιμο•
щекотать нервы διεγείρω τα νεύρα•
щекотать в носу με τρώει, η μύτη.
щекотать 2-кочетρ.δ.κελαηδώ, λαλώ•в кустах соловей -чет στους θάμνους το αηδόνι, κελαηδεί.
-
11 генератор
η γεννήτριαглавный мор. - κύρια -- пены горн. - αφρού- развертки η χρονογεννήτρια, βασική -- с самовозбуждением (автогенератор) - με αυτοδιέγερση, η αυτο-γεννήτριαстояночный мор. - του λιμέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > генератор
-
12 ионосфера
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ионосфера
-
13 плазма
το πλάσμα, το πρωτόπλασμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плазма
-
14 раздражить
1. (привести в состояние раздражения) ερεθίζω 2. (воздействовать каким-л. раздражителем) διεγείρω, ερεθίζω 3. (вызвать боль, зуд и т.п.) ερεθίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раздражить
-
15 будоражить
будоражитьнесов разг ἀναστατώνω, σηκώνω στό πόδι/ ἐνοχλῶ, ἀνησυχῶ (беспокоить)Ι ξυπνῶ, διεγείρω (возбуждать). -
16 волновать
волноватьнесов1. (водную поверхность) ταράζω·2. перен συγκινώ/ ἀνησυχώ, ἀναστατώνω (тревожить, беспокоить):\волновать умы ἐξάπτω (или διεγείρω) τά πνεύματα \волноваться1. ταράζομαι (о море, о толпе)/ κυματίζω (о ниве)·2. перен (тревожиться) ἀνησυχώ, ἀναστατώνομαι, ταράζομαι. -
17 восстанавливать
восстанавливатьнесов·1. ἀποκαθιστῶ, ὀποκατασταίνω:\восстанавливать отношения ἀποκαθιστώ τίς σχέσεις· \восстанавливать хозяйство ἀνασυγκροτώ (или ἀνοικοδομῶ, ἀνορθώνω) τήν οίκονομία· \восстанавливать здание ἐπισκευάζω, ἐπιδιορθώνω κτίριο·2. (в памяти) ξαναθυμούμαι, ἐνθυμούμαι, ξαναφέρνω στή μνήμη·3. (кого-л. β чем-л.) ἀποκαθιστώ, ἐπαναφέρω, ἀποκατασταίνω:\восстанавливать в правах ἀποκαθιστώ στά δικαιώματα·4. (против кого-л.) ξεσηκώνω κάποιον, διαθέτω ἐχθρικά προς κάποιον, διεγείρω ἐνάντια σέ κάποιον:\восстанавливать кого-л. против себя κάνω κάποιον ἐχθρό μου. -
18 всколыхнуть
всколыхнутьсов1. ἀναταράζω, σαλεύω, σείω, ἀνακινώ·2. перен βάζω σέ κίνηση, ξεσηκώνω, διεγείρω. -
19 вызывать
вызыватьнесов1. καλῶ, φωνάζω/ σηκώνω (ученика):\вызывать по телефону καλώ στό τηλέφωνο· \вызывать врача φωνάζω вызывать (или καλῶ) τό γιατρό· \вызывать в суд κλητεύω, καλώ στό δικαστήριο· \вызывать из комнаты φωνάζω ἀπ' τό δωμάτιο·2. (на состязание) προσκαλώ, (προ)καλῶ:\вызывать на соцсоревнование кого-л. (προσ)καλῶ κάποιον σέ σοσιαλιστική ἀμιλλα·3. (возбуждать) προκαλώ, προξενώ:\вызывать ссо́ру προκαλώ καυγα· \вызывать отвращение προξενώ ἀηδία, προκαλώ ἀπέχθεια· \вызывать аппетит ἀνοίγω τήν δρεξη, προκαλώ δρεξη· \вызывать подозрения διεγείρω ὑποψίες (или ὑπόνοιες)· \вызывать восторг προκαλώ τό θαυμασμό·4. (артистов) καλώ, προσκαλώ, φωνάζω. -
20 зажигать
зажигатьнесов1. ἀνάβω, ἀνάπτω·2. перен ἐξάπτω, διεγείρω.
См. также в других словарях:
διεγείρω — διεγείρω, διήγειρα και διέγειρα βλ. πίν. 143 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διεγείρω — (AM διεγείρω) [εγείρω] εξεγείρω, ξεσηκώνω («διεγείρει τη μια φυλή εναντίον τής άλλης», «εἰ διεγείρης τὸν σὸν ἀδελφὸν κατὰ τοῡ Μουσταφᾱ») νεοελλ. 1. παρακινώ, παροτρύνω 2. προκαλώ έμμεσα τη διάπραξη αξιόποινης πράξης αρχ. μσν. ξυπνώ κάποιον,… … Dictionary of Greek
διεγείρω — διέγειρα, διεγέρθηκα, διεγερμένος 1. τονώνω κάτι: Η συμπεριφορά του διεγείρει το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν. 2. ερεθίζω, εξάπτω, προκαλώ: Πάντα διεγείρει τη φαντασία του παιδιού με τις ιστορίες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διεγείρω — διά ἐγείρω awaken aor subj act 1st sg διά ἐγείρω awaken pres subj act 1st sg διά ἐγείρω awaken pres ind act 1st sg διά ἐγείρω awaken aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοδιεγείρομαι — διεγείρω τον εαυτό μου, διεγείρομαι από μόνος μου … Dictionary of Greek
διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… … Dictionary of Greek
εξοροθύνω — ἐξοροθύνω (Α) διεγείρω, παρορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οροθύνω «ερεθίζω, διεγείρω»] … Dictionary of Greek
επόρνυμι — ἐπόρνυμι και ἐπορνύω (Α) 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὅς μοι ἐπῶρσε μένος», Ομ. Ιλ.) 2. διεγείρω και στέλνω εναντίον κάποιου («ἐπεὶ γὰρ Ἥρα σοι γένος Τυρσηνικὸν ληστῶν ἐπῶρσεν», Ευρ.) 3. στέλνω από ψηλά εναντίον κάποιου («Ζεύς... ὦρσεν ἀπ’ Ἰδαίων… … Dictionary of Greek
θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κατανύσσ — και κατανύγω (AM κατανύσσω) 1. διεγείρω σε κάποιον μύχια συναισθήματα ευσέβειας, φέρω κάποιον σε κατάσταση κατάνυξης («ἀκούσαντες δὲ κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ», ΚΔ) 2. συγκινώ κάποιον υπερβολικά («ὡς δὲ ἤκουσαν, κατενύγησαν οἱ ἄνδρες καὶ λυπηρὸν ἦν… … Dictionary of Greek
παρορίνω — Α εξεγείρω, διεγείρω ελαφρά κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀρίνω «εγείρω, διεγείρω»] … Dictionary of Greek