-
41 напряжение
(мех., эл.) η τάσ/ηэл. η ένταση, το βολτάζ (ξεν.)концентрировать - я συγκεντρώνω/εστιάζω τις - ειςπροβλεπόμενη -предельное - οριακή/μέγιστη -расчётное - της μελέτης, κανονική -термическое - см. тепловое -эффективное - της απόδοσης, αποδοτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напряжение
-
42 переутомление
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переутомление
-
43 привлечь
1. (притянуть, приблизить) τραβώ, έλκω, προσελκύω 2. (использовать для какой-л. цели) χρησιμοποιώ 3. (вызвать интерес, возбудить любопытство) τραβώ (την προσοχή, το ενδιαφέρον), προκαλώ, προσελκύω 4. (потребовать выполнения чего-л., обязать к чему-л.) εγκαλώ, ενάγω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > привлечь
-
44 проломить
ανοίγω/προκαλώ ρήγμα, σπάω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проломить
-
45 расстраиваться
1. (о музыкальном инструменте) ξεκουρδίζομαι 2. (нарушать что-л.) προκαλώ αταξία/διατάραξη, ανατρέπομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расстраиваться
-
46 убыток
1. (материальный ущерб, потеря) η ζημι/ά, η απώλεια, το χάσιμοзастраховать перевозчика от всех потерь - ков и расходов ασφαλίζω τον μεταφορέα από όλες τις ελλείψειςнести - ζημιώνομαι, υφίσταμαι -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убыток
-
47 ускорение
физ. η επιτάχυνσ/ηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ускорение
-
48 брать
братьнесов1. прям., перен παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:\брать руками πιάνω μέ τά χέρια μου; \брать с собой παίρνω μαζύ μου; \брать тему для сочинения διαλέγω θέμα γιά ἐκθεση ίδεῶν;2. (принимать) παίρνω, προσλαμβάνω:\брать на работу προσλαμβάνω (или παίρνω) στή δουλειά; \брать домработницу, прислугу παίρνω ὑπηρέτρια; \брать на воспитание υἱοθετῶ, παίρνω νά ἀναθρέψω; \брать на учет καταγράφω, βάζω στήν κατάσταση, σημειώνω, ὑπολογίζω;3. (в обладание, в пользование) παίρνω:\брать в долг (взаймы) παίρνω δανεικά;4. (покупать) παίρνω, ἀγοράζω:\брать билеты в театр παίρνω είσιτήρια γιά τό θέατρο;5. (взимать, взыскивать) παίρνω:\брать» налоги εἰσπράττω φόρους; \брать дорого за что-л. παίρνω ἀκριβά γιά κάτι; ◊ \брать ванну κάνω μπάνιο; \брать такси́ παίρνω ταξι \брать уроки παίρνω μαθήματα; \брать отпуск παίρνω (или λαμβάνω)) ἀδεια; \брать обещание παίρνω ὑπόσχεση ἀπό κάποιον \брать пример παίρνω παράδειγμα; \брать подъем βγάζω τόν ἀνήφορο; \брать начало προέρχομαι, ξεκινώ, ἀρχινώ; \брать хитростью καταφέρνω μέ πονηριά; \брать в расчет ὑπολογίζω, λογαριάζω; \брать в плен αἰχμαλωτίζω; \брать крепость παίρνω (или κυριεύω) τό φρούριο; \брать себя в ру́ки συνέρχομαι, συγκρατιέμαι, αὐτοκυριαρχοῦμαι; не \брать в рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου κάτι; меня берет сомнение μοῦ γεννήθηκε ἀμφιβολία; \брать за горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό; \брать за сердце συγκινώ, προκαλώ δυνατή συγκίνηση; \брать в скобки βάζω σέ παρένθεση. -
49 бузить
буз||и́тьнесов разг προκαλώ θόρυβο. -
50 вносить
вноситьнесов·1. φέρ(ν)ω/ είσάγω (внутрь)/ ἀνεβάζω, κουβαλῶ ἀπάνω (наверх)·2. (платить) συνεισφέρω, καταθέτω·3. (включать, вписывать) καταχωρώ, ἀναγράφω, ἐγγράφω:\вносить в список καταχωρώ (или ἐγγράφω) στον κατάλογο·4. (проект, предложение и т. п.) καταθέτω, είσηγοῦμαι, κάνω, ὑποβάλλω, προτείνω:\вносить поправки κάνω τροποποιήσεις, ὑποβάλλω τροπολογίες· ◊ \вносить оживление δίνω ζωντάνια, ἐπιφέρω ζωηρότητά \вносить раздо́ры προκαλώ (или φέρνω) διχόνοια -
51 возмутить
возмутитьсов, возмущать несов (выводить из себя) προκαλώ τήν ἀγανάκτηση, κάνω κάποιον ἔξω φρενών, ἐξοργίζω, ἐξαγριώνω· ◊ \возмутить покой χαλάω τήν ήσυχία. -
52 возня
возн||яж разг1. ὁ θόρυβος, ἡ φασαρία, ἡ ταραχή / ὁ σαματᾶς (шум):поднимать \возняίο προκαλώ θόρυβο, σηκώνω φασαρία·2. (хлопоты) ὁ μπελᾶς, ἡ σκοτούρα, οἱ ἐγνοιες. -
53 восторг
восторгм ὁ ἐνθουσιασμός, ὁ θαυμασμός, ἡ ἔκσταση [-ις]:приводить в \восторг προκαλώ τόν ἐνθουσιασμό (или τόν θαυμασμό)· приходить в \восторг ἐνθουσιάζομαι· быть в \восторге εἶμαι κατενθουσιασμένος. -
54 впечатление
впечатл||ениес ἡ ἐντύπωση [-ις]:первое \впечатление ἡ πρώτη ἐντύπωση· производить сильное \впечатление на кого-л. προκαλώ ζωηρή ἐντύπωση σέ κάποιον находиться под \впечатлениее-нием βρίσκομαι ὑπό τήν ἐπίδραση (или μέ τήν ἐντύπωση). -
55 вред
вредм ἡ βλάβη, τό κακό[ν], ἡ φθορά/ ἡ ζημία (ущерб):во \вред кому-л. προς ζημία κάποιου· причинять \вред προκαλώ ζημία, κάνω κακό. -
56 зависть
завистьж ἡ ζήλεια/ ὁ φθόνος (недоброжелательство):возбуждать \зависть προκαλώ τό φθόνο. -
57 задирать
задиратьнесов разг1. (поднимать кверху) ὑψώνω, σηκώνω, τραβώ / μαζεύω (платье):\задирать голову σηκώνω τό κεφάλι·2. (приставать, дразнить) πειράζω, προκαλώ, κάνω τόν παλληκαρά· ◊\задирать нос σηκώνω τή μύτη ψηλά, τό παίρνω πάνω μου. -
58 задираться
задирать||сянесов разг1. (о платье) μαζεύομαι·2. (о коже, коре и т. п.) γδέρνομαι, ξεφλουδίζομαι·3. (приставать к кому-л.) πειράζω, προκαλώ, κάνω τόν παλληκαρᾶ. -
59 заинтересовать
заинтересоватьсов, заинтересовывать несов ἐνδιαφέρω, τραβώ τήν προσοχή, προκαλώ τό ἐνδιαφέρο[ν]. -
60 закреплять
закреплятьнесов1. (прикреплять) στερεώνω, συσφίγγω/ мор. δένω·2. (обеспечивать за кем-л., чем-л.) ἐξασφαλίζω·3. мед. (желудок) προκαλώ δυσκοιλιότητα, σταματώ τή διάρροια·4. фото, тех. φιξάρω, στερεώνω.
См. также в других словарях:
προκαλώ — προκαλῶ, έω, Ν Μ Α [καλώ] καλώ κάποιον σε αναμέτρηση (α. «προκαλώ σε μάχη» β. «ἴθι νῡν προκάλεσσαι Μενέλαον ἐξαῡτις μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. ερεθίζω, διεγείρω («τόν προκαλούσε με τα καμώματά της») 2. γίνομαι αιτία, προξενώ, επιφέρω (α.… … Dictionary of Greek
προκαλώ — προκαλώ, προκάλεσα βλ. πίν. 76 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προκαλώ — προκάλεσα, προκλήθηκα και προκαλέστηκα, προκαλεσμένος 1. καλώ κάποιον σε αναμέτρηση, ερεθίζω, διεγείρω. 2. γίνομαι αίτιος για κάτι, προξενώ: Η τόση αδιαφορία του μου προκαλεί αγανάχτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκαλῶ — προκαλέω call forth pres subj act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth pres ind act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth fut ind act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth pres subj act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγουροφαίνομαι — προκαλώ δυσαρέσκεια, δυσθυμία σε κάποιον, τού κακοφαίνομαι, ξινοφαίνομαι … Dictionary of Greek
αναισθητίζω — προκαλώ απονάρκωση των αισθήσεων με κατάλληλα φάρμακα, ναρκώνω, υπνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος. ΠΑΡ. αναισθήτιση] … Dictionary of Greek
αναισθητοποιώ — προκαλώ σωματική αναισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος + ποιώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθητοποίηση] … Dictionary of Greek
απογοητεύω — προκαλώ απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + γοητεύω. Η λ. μαρτυρείται στον Ν. Σαρίπολο. Ο τ. απαγοητεύω (αντί απογοητεύω) είναι εσφαλμένος και οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση της λ. με σύνθετα όπως απαγορεύω, απαθανατίζω κ.τ.ό. (πρβλ. και… … Dictionary of Greek
δυναμιτίζω — προκαλώ με ενέργειες ή λόγους σοβαρές κρίσεις («δυναμιτίζει τη συνεννόηση, το ήπιο κλίμα κ.λπ.») … Dictionary of Greek
ηλεκτρολύω — προκαλώ ή επιφέρω ηλεκτρόλυση … Dictionary of Greek
κατασυγχύζω — προκαλώ σε κάποιον πολύ μεγάλη σύγχυση, συγκλονίζω, αναστατώνω, συνταράσσω κάποιον … Dictionary of Greek