-
1 -πλάσιος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > -πλάσιος
-
2 πλάσιος
πλάσιςmoulding: fem gen sg (epic doric ionic aeolic) -
3 πολύς
Grammatical information: adj.Meaning: `much, many, often' (Il.).Compounds: As 1. member very productive, e.g. πολύ-τροπος `much-wandering, much-turned, wily' (of Odysseus, Hermes a.o.; Od., h. Merc.), `many-shaped' (Th.); on the meaning Kakridis Glotta 11, 288 ff.; on the πολυ-compp. in Hom. in gen. Stanford ClassPhil. 45, 108ff.; besides rarely πολλα-, e.g. πολλα-πλάσιος, - πλήσιος `manifold' (IA.), as δεκα-πλάσιος, πολλά-κις a.o.; s. also δι-πλάσιος. Compar. a. superl. πλείων, πλέων, πλεῖστος (from * pleh₁-is-to-), s. v.; innovation πόλιστος (Tab. Heracl.), s. Seiler Steigerungsformen 61.Derivatives: πολλότης f. `plurality' (Damasc.), πολλ-οστός "the manieth", `one of many, small' (Att.; after εἰκοστός a. o.), - άκις (ep. lyr. also - κι) `often' (Il.; like δεκά-κις a.o.; explanation uncertain, s. Schwyzer 299 a. 597) a. o.Etymology: Beside πολύς, -ύ stand the zero grade Skt. purú- `many' (IE *pl̥h₁ú-) and the full grade Celt., e.g. OIr. il `many', and Germ., e.g. Goth. OHG filu `many' (IE * pelh₁u-). For the full grade forms orig. subst. function is most prob. ("quantity, mass, fullness"); opposed is the certain zero grade Skt. adj. purú-; one would like to assume zero grade also for πολύς (so for *παλύς? Schmidt KZ 32, 382, Specht KZ 59, 111 w. diff. explanations; cf. also πόλις). -- The geminated πολλο-, πολλᾱ- agree with the (semant.) close μεγα-λο-, -λᾱ- and could be explained by loss of a syll. from *πολυ-λο-, -λᾱ-. More in Schwyzer 265 w. lit. a. discussion of other interpretations; on the inflection etc. Schwyzer 584. The word for `many' is a very old deriv. of the verb for `fill' (s. πίμπλημι). -- WP. 2, 64f., Pok. 800, W.-Hofmann s. plūs, Mayrhofer s. purú- w. further forms a. lit.Page in Frisk: 2,577-578Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πολύς
-
4 δεκαπλάσιος
A tenfold, Hp.VM16 ;δ. τὸ ἔκτεισμα τοῦ ἀδικήματος ἐκτίνειν Pl.R. 615b
: c. gen., ten times greater than, Plb.21.22.15; τὴν δεκαπλασίαν (sc. τιμήν) καταδικάζειν mulct in ten times the amount, Lexap.D.24.105 (dub.); δ. ὑφῃρῆσθαι rob the state of a tenfold penalty, D.24.82. Adv. [suff] δεκᾰ-ως Hp.VM6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκαπλάσιος
-
5 δωδεκαπλάσιος
δωδεκα-πλάσιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκαπλάσιος
-
6 εἰκοσαπλάσιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκοσαπλάσιος
-
7 μυριοπλάσιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυριοπλάσιος
-
8 πεντεκαιδεκαπλάσιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντεκαιδεκαπλάσιος
-
9 ποσαπλάσιος
2 c.gen., what multiple of..? ib. 84e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποσαπλάσιος
-
10 τετραπλασιαῖος
A = τετραπλάσιος, Gal. (2.710, where - πλάσιος ) as cited by Orib.24.1.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραπλασιαῖος
-
11 τοσαυταπλάσιος
A so many fold, so many times or so much more, corresponding to relat. ὁσαπλάσιος, Id.Pr. 917b23, 929b14; the same multiple as, Euc.5.1, Archim.Sph.Cyl.1.2, etc.:—also [suff] τοσαυτα-πλᾰσίων, ον, gen. ονος, Id.Aequil. 1.6, al., Theo Sm. P.76H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοσαυταπλάσιος
-
12 τριακονταπλάσιος
A thirty-fold, Archim.Aren.1.9, Gal.5.47, Procl.Hyp.3.61; also [suff] τρῐᾱκοντᾰ-πλᾰσίων, ον, gen. ονος, Archim.Aren.2.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακονταπλάσιος
-
13 χιλιοπλάσιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιλιοπλάσιος
-
14 ἐνενηκονταπλάσιος
A ninety times as large, c. gen., Gem.6.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνενηκονταπλάσιος
-
15 ἐννεακαιδεκαπλάσιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεακαιδεκαπλάσιος
-
16 ἐννεαπλάσιος
A ninefold, dub. in Ibyc. 33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεαπλάσιος
-
17 ἑκατονταπλάσιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατονταπλάσιος
-
18 ἑκκαιδεκαπλάσιος
A sixteen times as great, Androm. ap. Gal.13.913.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκκαιδεκαπλάσιος
-
19 ἑπτακαιεικοσαπλάσιος
A twenty-seven fold, Pl.Ti. 35c (v.l. -σιπλ-), Theol.Ar.4,41 (v.l. -σιπλ-):—also [suff] ἑπτᾰκαιεικοσα-πλασίων, ονος, οξ, ἡ, Placit.2.21.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπτακαιεικοσαπλάσιος
-
20 ἑπτακαιεικοσιπλάσιος
A v. ἑπτακαιεικοσαπλάσιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπτακαιεικοσιπλάσιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
-πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… … Dictionary of Greek
πλάσιος — ον, Α (αιολ. τ.) βλ. πλησίος … Dictionary of Greek
πλάσιος — πλάσις moulding fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσαπλάσιος — α, ο / ποσαπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ πόσο μεγαλύτερος, πόσο περισσότερος («ἀλλὰ ποσαπλάσιον, τετραπλάσιον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + πλάσιος*, κατά το πολλαπλάσιος και τα ανάλογ. αριθμητικά σε πλάσιος (πρβλ. πεντα πλάσιος, εκατοντα πλάσιος)] … Dictionary of Greek
εξηκονταπλάσιος — α, ο εξήντα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκοντα + πλάσιος πρβλ. εννεα πλάσιος, πολλα πλάσιος] … Dictionary of Greek
ισοπλασιάζω — ἰσοπλασιάζω (Μ) πολλαπλασιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(o) * + πλασιάζω (< πλάσιος, πρβλ. δι πλάσιος, τρι πλάσιος] … Dictionary of Greek
ισοπολλαπλάσιος — α, ο μαθ. (για αριθμούς) αυτός που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό δύο ή περισσότερων αριθμών επί τον ίδιο παράγοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πολλα πλάσιος (< πολλά [βλ. λ. πολύς] + πλάσιος [βλ. λ. διπλάσιος])] … Dictionary of Greek
μυριοπλάσιος — μυριοπλάσιος, ον (ΑΜ) απειροπλάσιος, πολλαπλάσιος («μυριοπλάσια γὰρ ἂν κακὰ ποιήσειεν ἄνθρωπος κακὸς θηρίου», Αριστοτ.). επίρρ... μυριοπλασίως (ΑΜ, Μ και μυριοπλάσια) πάρα πολλές, άπειρες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίος + κατάλ. πλάσιος… … Dictionary of Greek
πολυπλάσιος — ία, ον, ΜΑ πολλαπλάσιος, πολύ περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλάσιος* (πρβλ. πολλα πλάσιος)] … Dictionary of Greek
-πλός, -ή, -ό — πλός, ή, όν, και πλούς, πλή, πλούν / πλοῡς, πλῆ, πλοῡν, ΝΜΑ, και πλόος, η, ον, Α κατάλ. πολλαπλασιαστικών αριθμητικών επιθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό πλόος/ πλοῡς/ πλός, το οποίο ανάγεται στη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
δεκαπλάσιος — α, ο (AM δεκαπλάσιος, α, ον) δέκα φορές μεγαλύτερος ως προς την ποσότητα ή το μέγεθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πλάσιος* (πρβλ. διπλάσιος, τριπλάσιος)] … Dictionary of Greek