-
1 πλασίων
πλάσιςmoulding: fem gen pl (epic doric ionic aeolic)πλάσσωform: fut part act masc nom sg (doric) -
2 δεκαπλασίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκαπλασίων
-
3 δωδεκαπλάσιος
δωδεκα-πλάσιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκαπλάσιος
-
4 εἰκοσαπλασίων
A twentyfold, Plu. 2.925c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκοσαπλασίων
-
5 μυριοπλασίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυριοπλασίων
-
6 πεντεκαιδεκαπλασίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντεκαιδεκαπλασίων
-
7 τοσαπλασίων
A = τοσαυταπλάσιος, Porph.in Harm. p.325 W.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοσαπλασίων
-
8 τοσαυταπλάσιος
A so many fold, so many times or so much more, corresponding to relat. ὁσαπλάσιος, Id.Pr. 917b23, 929b14; the same multiple as, Euc.5.1, Archim.Sph.Cyl.1.2, etc.:—also [suff] τοσαυτα-πλᾰσίων, ον, gen. ονος, Id.Aequil. 1.6, al., Theo Sm. P.76H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοσαυταπλάσιος
-
9 τρεισκαιδεκαπλασίων
A thirteen-fold, Cleom. 2.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρεισκαιδεκαπλασίων
-
10 τριακονταπλάσιος
A thirty-fold, Archim.Aren.1.9, Gal.5.47, Procl.Hyp.3.61; also [suff] τρῐᾱκοντᾰ-πλᾰσίων, ον, gen. ονος, Archim.Aren.2.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακονταπλάσιος
-
11 τρισμυριοπλασίων
A thirty-thousand-fold, Archim.Aren.2.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρισμυριοπλασίων
-
12 χιλιοπλασίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιλιοπλασίων
-
13 ἀπειροπλασίων
A infinitely more, many thousand-fold, Phlp.in Mete.17.15, Eust.89.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπειροπλασίων
-
14 ἐννεακαιδεκαπλασίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεακαιδεκαπλασίων
-
15 ἑκατονταπλασίων
A a hundred times as much or many, c. gen., X.Oec.2.3 : without gen., a hundredfold, LXX 2 Ki.24.8;καρπός Ev.Luc.8.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατονταπλασίων
-
16 ἑπτακαιεικοσαπλάσιος
A twenty-seven fold, Pl.Ti. 35c (v.l. -σιπλ-), Theol.Ar.4,41 (v.l. -σιπλ-):—also [suff] ἑπτᾰκαιεικοσα-πλασίων, ονος, οξ, ἡ, Placit.2.21.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπτακαιεικοσαπλάσιος
-
17 ἑπταπλασίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπταπλασίων
-
18 ὀκτωκαιδεκαπλάσιος
A eighteen-fold, Aristarch.Sam. 7, Placit.2.31.2, Plu.2.925c, Procl.Hyp.4.107 :—also [suff] ὀκτωκαιδεκα-πλᾰσίων, ον, gen. ονος, Archim.Aren.1.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκτωκαιδεκαπλάσιος
-
19 ὁσαπλασίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁσαπλασίων
-
20 -πλάσιος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > -πλάσιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλασίων — πλάσις moulding fem gen pl (epic doric ionic aeolic) πλάσσω form fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οσαπλασίων — ὁσαπλασίων, ον (Α) όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + πλασίων (< πλάσιος με την κατάλ. τού συγκριτικού βαθμού ίων), πρβλ. μυριο πλασίων] … Dictionary of Greek
τοσαπλασίων — άσιον, Α τόσες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + πλασίων (< πλάσιος* + επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού), πρβλ. πολλα πλασίων. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα δεκα , επτα ] … Dictionary of Greek
τρεισκαιδεκαπλασίων — και τρισκαιδεκαπλασίων, άσιον, Α ο δεκατρείς φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + πλασίων (< πλάσιος* + ίων), πρβλ. πεντα πλασίων] … Dictionary of Greek
τριακονταεννεαπλασίων — άσιον, Α ο τριάντα εννέα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακονταεννέα + πλασίων (< πλάσιος + επίθημα ίων), πρβλ. πεντα πλασίων] … Dictionary of Greek
οκτωκαιεικοσαπλασίων — ὀκτωκαιεικοσαπλασίων, ον (Α) αυτός που είναι είκοσι οκτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + εἴκοσι + πλασίων (< πλάσιος*), πρβλ. οκτωκαιδεκαπλασίων] … Dictionary of Greek
πενταπλασίων — ον, Α ο πενταπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενταπλάσιος + κατάλ. συγκριτ. ιων (πρβλ. μυριο πλασίων)] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκαπλασίων — ον, Α αυτός που είναι δεκαπέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον άλλο, ο πεντεκαιδεκαπλάσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιδεκαπλάσιος + κατάλ. ίων, δηλωτική τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. δι πλασίων)] … Dictionary of Greek
χιλιοκαιπεντηκονταπλασίων — άσιον, Α αυτός που έχει πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό 1050. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + καί + πεντήκοντα + πλασίων (< πλάσιος* + κατάλ. ίων τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. μυριο πλασ ίων)] … Dictionary of Greek
χιλιοκτακοσιογδοηκονταπλασίων — άσιον, Α αυτός που έχει πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό 1880. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ὀκτακόσια + ὀγδοήκοντα + πλασίων (< πλάσιος* + κατάλ. ίων τού συγκριτικού βαθμού), πρβλ. μυριο πλασ ίων] … Dictionary of Greek