-
1 πίμπλημι
πίμπλημι, - αμαιGrammatical information: v.Meaning: `to fill, to make full', intr. `to fill oneself, to become or be full' (Il.).Other forms: - άνεται 3. sg. (I 679), rare - άω, - έω (Hp.), also πλήθω (intr., late also tr.; ep. poet. Il.). Aor. πλῆ-σαι, - σασθαι, - σθῆναι, (Il.), intr. πλῆ-το, - ντο (ep.), ἐν-έπλητο etc. (Att.), fut. πλή-σω, - σομαι (Od.), - σθήσομαι (Att.), perf. midd. πέπλησμαι (IA.), act. πέπληκα (Att.), intr. πέπληθα (poet.).Compounds: Very often w. prefix, e.g. ἀνα-(συν-ανα-, προσ-ανα- a.o.), ἐν- ( ἀντ-εν-, παρ-εν- a.o.). As 1. member in some governing compp., e.g. πλησίστιος `filling the sail' (Od., E.), `with full sails' (Ph., Plu.).Derivatives: 1. πλέως (also w. ἐν-, ἀνα-, ἐκ- a.o. to ἐμ-πίμπλημι etc.), Ion. πλέος, ep. πλεῖος = *πλῆος, ntr. πλέον `full' (Il.). On the comp. πλείων with sup. πλεῖστος s. esp. -- 2. πλή-μη f. `high tide, flood' (Plb., Str. a.o.), - σμη f. `id.' (Hes. Fr. 217), - μα πλήρωμα H., - σμα n. `fertilisation' (Arist.); - σμιος `saturating, causing tedium' (Epicur., medic.); - σμονή f. `fullness, congestion, (over)saturation' (IA.; Schwyzer 524, Chantraine Form. 207) with - σμονώδης (Hp., Gal.), - σμονικός (Pythag. Ep.) `(over)saturating'. On πλήμνη s. v. -- 3. πλή-ρης `full' (IA.); as 1. member e.g. πληρο-φορέω ` fulfill' (Ctes., LXX, NT, pap.); πληρό-της f. `fullness' (Plu.), πληρ-όω, very often w. prefix, e.g. ἀνα-, ἐκ-, ἀπο-, συν-, `to make full, to (ful)fill, to finish, to pay fully' (IA.) with - ωμα ( ἀνα-, συν- a.o.) n. `filling, filling piece, full number, full payment, (full) crew' (IA.), - ωσις ( ἀνα-, ἐκ- u.a.) f. `accomplishment, complement, satisfaction' (IA.; Holt Les noms d'action en - σις 128), - ωτής ( ἐκ-, ἀπο-) m. `finisher, executor, collector' (Att.), - ωτικός ( ἀνα-, συν- a.o.) `fulfilling, completing' (Epicur., medic. a. o.). -- 4. πλῆ-θος n. `fulness, mass (of people), herd' (Il., Dor., Arc.); often as 2. member, e.g. παμ-πληθής `consisting of a whole mass, very numerous' (Att.); -θᾱ f. `id.' (Locr., Boeot.); -θύ̄ς, - θύος f. `id.' (Ion. Cret. Locr. hell.; Bechtel Dial. 2, 791f., also Ruijgh L'élém. ach. 110 against Leumann Hom. Wörter 294 f.) with - θύω `to be full, to become full, increase', - θύνομαι, - θύνω `to belong to the mass, to agree with it, to augment oneself; to make full, to augment' (A., Arist., LXX, NT); from it - θυσμός m. `increase' (Procl., Simp.), - θυντικός `plural' (Gramm. a.o.); 5. πληθ-ώρα, Ion. -η f. `fulness', rnedic. `plethora, full-blooded' (Ion. hell.; on the secondary barytonesis Wackernagel-Debrunner Phil. 95, 181 f.) with - ωριάω `suffer from p.'. - ωρικός `plethoric' (Gal.), - ωρέω `to be full' (Suid.).Etymology: The sigmatic aorist 3. sg. ἔ-πλησ-ε is (except for the -ε) identical with Skt. á-prās: IE *é-pleh₁s-t; with 1. pl. pres. πίμ-πλα-μεν agrees also, setting aside the secondary nasalisation of the present, Skt. pi-pr̥-más: IE *pi-pl̥-mé(s). Also 3. sg. πίμ-πλη-σι has a non-Gr. agreement, in Av. ham-pā-frāi-ti `fills up' over against Skt. pí-par-ti from IE * pi-pel-ti. Both in Greek and in Iran. came in sing. the langvocalic full grade plē- after other forms (e.g. the aor. *é-plēs-) for the prob. older Skt. pí-par-ti. After the pattern of τίθημι: τίθεμεν one made sometimes forms like ptc. pl. f. πιμπλεῖσαι (Hes.: τιθεῖσαι). With πέ-πλη-θ-α cf. still Skt. pa-prā́[u] (on θ below). -- The r-suffix in πλή-ρης (for older *πλη-ρο-ς? Schwyzer 513) is both in Arm. li-r `fullness' (from * plē-r-i-) and in Lat. plē-rus `for the greater part', plērī-que `most' (s. W.-Hofmann s. v.) attested. Also πλέως from *πλῆος (= Hom. πλεῖος), *πλη-(ι)ος can be equated with Arm. li `full' (better then li from * plē-tos = Lat. - plētus a.o.). The m-suffix in πλή-μη, - μα seems also in Lat. plēminābantur replēbantur (Gloss.; from * plēmen = πλῆμα) to be represented. -- Like πλῆ-θος: πλή-θω, πέ-πλη-θα also βρῖ-θος: βρί-θω: βέ-βρι-θα (s. v. and Schwyzer 511 a. 703); with πλῆθος, -θύ̄ς (on which Schwyzer 463f. and Frisk Eranos 43, 221) one compares Lat. plēbēs from IE *plēdhu̯ēs (cf. W.-Hofmann s. v.); well-argued doubts in Ernout-Meillet s. v. -- Further details w. rich lit. in WP. 2, 63f., Pok. 799f., W.-Hofmann s. pleō, Mayrhofer s. píparti1; older lit. also in Bq. On the Greek form still Schwyzer 689. -- Cf. πολύς, πλείων, πλήμνη.Page in Frisk: 2,537-538Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πίμπλημι
См. также в других словарях:
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek
χειμερινός — ή, ό / χειμερινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειμώνα ή αυτός που υπάρχει κατά τη διάρκεια τού χειμώνα, χειμωνιάτικος 2. αυτός που γίνεται τον χειμώνα (α. «χειμερινές εκπτώσεις» β. «χειμερινά αθλήματα» γ. «τὴν χειμερινὴν… … Dictionary of Greek
τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες … Dictionary of Greek
χρόνος — ο πληθ. χρόνοι και χρόνια 1. η διάρκεια ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης. 2. η χρονική απόσταση μεταξύ δύο γεγονότων. 3. στον πληθ., χρόνοι χρονική περίοδος, εποχή: Στους αρχαίους χρόνους πολεμούσαν με τα κοντάρια και τα σπαθιά. 4. φρ., «οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ώριος — (I) ον, Α νυχτερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦρος «ύπνος» (αλλά και ὤρος ἡ νύξ, Ησύχ.)]. (II) ον, Α δωρ. τ. τού ούριος (Ι). (III) ία, ον, θηλ. και ος, Α [ὥρα] (ποιητ. τ.) 1. (κυρίως για καρπούς) αυτός που παράγεται την κατάλληλη εποχή τού έτους 2. (για… … Dictionary of Greek