Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παμ-πληθής

См. также в других словарях:

  • πολυπληθής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει μεγάλο πλήθος, ο πολυάριθμος («πολυπληθής συγκέντρωση») αρχ. (για άνθρωπο) πληθωρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. μυριο πληθής, παμ πληθής] …   Dictionary of Greek

  • περιπληθής — ές, Α 1. ο υπέρμετρα γεμάτος από ανθρώπους («νῆσός τις... οὔ τι περιπληθὴς λίην τόσον, ἀλλ ἀγαθή», Ομ. Οδ.) 2. γεμάτος, πλήρης από κάτι («περιπληθέστατος καρπῶν», Φίλ.) 3. (για λόγο) αυτός που έχει ουσιαστικό περιεχόμενο 4. αυτός που είναι πολύ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»