Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πληγαῖς

См. также в других словарях:

  • πληγαῖς — πληγή blow fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολλαῖς πληγαῖς δρῦς στεῤῥὰ δαμάζεται. — См. За один раз дерева не срубишь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πληγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιλαγά, Α 1. το αποτέλεσμα τού πλήττω με οποιοδήποτε μέσο ή όργανο, ιδίως με όπλο, τραύμα (α. «πληγή από σφαίρα» β. «πληγή από αμβλύ όργανο» γ. «πληγαῑς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος τοῡ σώματος ὅλου τε», Μηναί δ. «πληγὰς… …   Dictionary of Greek

  • за один раз дерева не срубишь — Ср. Viele Streiche fällen die Eiche. Little strokes fell great oaks. Ср. Au premier coup ne tombe pas l arbre. Ср. Al premier cop arbres nie chiet. Li livres de Cristal et de Clarie. Manuscr. XIII s. Ср. Ad primos ictus non corruit ardua quercus …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • За один раз дерева не срубишь — За одинъ разъ дерева не срубишь. Ср. Viele Streiche fällen die Eiche. Little strokes fell great oaks. Au premier coup ne tombe pas l’arbre. Ср. Al premier cop arbres ne chiet. Li livres de Cristal et de Clarie. Manuscr. XIII s. Ср. Ad primos… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • CERVIX — apud Papinium Statium, Theb. l. 2. v. 326. Cervixque recepteo Sanguine magna redit elatus est fortisque animus, qui non aliâ re frequentius Poetis aliisque Auctoribus, velut per paroemiam describitur, quam erectâ, magnâ, sublimi cervice. Claudian …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ORNITHIA — lusus apud Athenienses, in quo everberabantur pueri. Plut. in Lycurgo, Πολλοὺς ἐφήβους ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τῆς ὀρνιθείας ἑωράκαμεν ἀποθνήσκο τας ταῖς πληγαῖς, Multos ephebos, inara Ornithiae (seu augurii) caesos verberibus mori vidimus. Sic idem in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξαναγκάζω — (AM ἐξαναγκάζω) επιβάλλω, υποχρεώνω, αναγκάζω με σωματική ή ψυχολογική βία, καταναγκάζω α. «η επιμονή του μέ εξανάγκασε να δεχθώ» β. «μήν τηνε ξαναγκάσουσι κι ένα μαχαίρι πιάσει και μπήξει το μες στην καρδιά», Ερωτόκρ.) αρχ. 1. προκαλώ την έξοδο… …   Dictionary of Greek

  • κατακτείνω — (Α) 1. φονεύω, σκοτώνω («τὴν μητέρ ... εἰ κατέκτονας», Αισχύλ.) 2. τραυματίζω σοβαρά, κακοποιώ («πληγαῑς ἱκαναῑς με κατέκτειναν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κτείνω «φονεύω»] …   Dictionary of Greek

  • καταυχένιος — ια, ιο (Α καταυχένιος, ον, θηλ. και ενία) αυτός που εκτείνεται πάνω στον αυχένα ή καταφέρεται κατά τού αυχένα (α. «καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους», Ανθ.Παλ. β. «καταυχενίοις [ή ίαις] πληγαῑς», Μ. ΑΘαν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καταυχένιο… …   Dictionary of Greek

  • νουθετώ — (ΑΜ νουθετῶ, έω, Μ και νοθετῶ) παραινώ, συμβουλεύω κάποιον προκειμένου ιδίως να συνετίσω άτομο που έχει διαπράξει σφάλμα, ορμηνεύω, δασκαλεύω μσν. 1. ελέγχω ή επιτιμώ κάποιον 2. παροτρύνω, παρακινώ 3. παραγγέλλω αρχ. 1. προειδοποιώ, υπενθυμίζω 2 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»