Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πλανᾶται

См. также в других словарях:

  • πλανᾶται — πλανάω cause to wander pres subj mp 3rd sg πλανάω cause to wander pres ind mp 3rd sg πλανήτης masc nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανᾶτ' — πλανᾶτε , πλανάω cause to wander pres imperat act 2nd pl πλανᾶτε , πλανάω cause to wander pres subj act 2nd pl πλανᾶτε , πλανάω cause to wander pres ind act 2nd pl πλανᾶται , πλανάω cause to wander pres subj mp 3rd sg πλανᾶται , πλανάω cause to… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CELEUS — Rex Eleusinae, pater Triptolemi, cui Ceres, quod esset ab illo excepta hospitiô, commonstravit omnem agriculturae rationem. Eius vilis et rusticana supellex abbit in provetbium, Virg. Georg. l. 1. v. 165. Virgea praeterea Celei, vilisque supellex …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αιθερόπλαγκτος — αἰθερόπλαγκτος, ον (Α) αυτός που πλανάται στον αιθέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ* + πλαγκτός < πλάζω «πλανώ, περιπλανώ»] …   Dictionary of Greek

  • ευπλανής — εὐπλανής, ές (Α) αυτός που πλανάται κατά βούληση. [ΕΤΥΜΟΛ.: < ευ + πλανής (< πλανώμαι), πρβλ. βιο πλανής, πολυ πλανής] …   Dictionary of Greek

  • νετρίνο — Στοιχειώδες σωματίδιο με μηδενικό φορτίο και μάζα. Ανήκουν στην κατηγορία των λεπτονίων μαζί με το ηλεκτρόνιο, το μιόνιο, το σωματίδιο τ και αντισωμάτια αυτών. Τα ν. ανήκουν επίσης σε μια ευρύτερη ομάδα, αυτή των φερμιονίων τα οποία υπακούουν στη …   Dictionary of Greek

  • νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… …   Dictionary of Greek

  • παντοπλανής — ές, Α αυτός που πλανάται παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. πολυ πλανής] …   Dictionary of Greek

  • πλάνος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ζακύνθου του ομώνυμου νομού. * * * (I) α, ο / πλάνος, α, ον, ΝΜΑ 1. (για πράγματα) αυτός που παραπλανά, που παραπείθει (α. «πλάνες υποσχέσεις» β. «μὴ τὸ θίγῃς πλάνα δῶρα», Μοσχ.) 2. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • πλανευτός — ή, ό, Ν [πλανεύω] αυτός που κατέχεται από πλάνη, που πλανάται («κι από τον ύπνο πλανευτή, ερωτευμέν άπ όνειρο», Βιζυην.) …   Dictionary of Greek

  • πλανητός — ή, όν, Α [πλανώμαι] 1. περιπλανώμενος («τὸ τῶν σοφιστῶν γένος... πλανητὸν ὄv κατὰ πόλεις», Πλάτ.) 2. μτφ. α) αυτός που πλανάται, που σφάλλει β) αυτός που αλλάζει κάτι γ) ανώμαλος («πλανητὰ πάθη», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»