Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πλακιανόν

См. также в других словарях:

  • πλακιανόν — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακιανόν — τὸ, Α είδος κολλυρίου για τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το κολλύριο αυτό ονομάστηκε έτσι πιθ. από το όν. τού παρασκευαστή Πλακιανός (< Πλακίη «πελασγική αποικία στην Προποντίδα» < πλάξ, πλακός)] …   Dictionary of Greek

  • πλακιανοῖς — πλακιανόν neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»