-
1 πενία
πενίᾱ, πενίαpoverty: fem nom /voc /acc dualπενίᾱ, πενίαpoverty: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————πενίαι, πενίαpoverty: fem nom /voc plπενίᾱͅ, πενίαpoverty: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 πενια
ион. πενίη ἥ тж. pl. бедность, нужда(π. καὴ πλοῦτος Plat.)
ἐν πενίᾳ μυρίᾳ εἶναι Plat. — жить в крайней бедности;πενίᾳ πιεζόμενος Xen. — теснимый нуждой -
3 πενία
A poverty, need,πενίῃ εἴκων Od.14.157
; οὐλομένην π. Hes. Op. 717;στάσις πενίας δότειρα Pi.Fr.109.5
;τῇ Ἑλλάδι π. σύντροφός ἐστι,.. [ἀρετῇ] δὲ διαχρεωμένη τὴν πενίην ἀπαμύνεται Hdt.7.102
; ; π. δὲ σοφίαν ἔλαχε διὰ τὸ συγγενές (v.l. δυστυχές) E.Fr. 641 ; ἐν πενίᾳ εἶναι, γίγνεσθαι, Pl.Ap. 23c, R. 613a ;εἰς π. πολλὴν καὶ ἀπορίαν καταστῆναι And.1.144
: pl.πενίαι Isoc.8.128
, Pl.Prt. 353d, R. 618a, etc. -
4 πενία
πενία, ἡ, ion. u. ep. πενίη, Armuth; πενίῃ εἴκων ἀπατήλια βάζει, Od. 14, 157; στάσιν πενίας δότειραν, Pind. frg. 228, 4; Soph. frg. 681; Eur. El. 376 u. öfter; Her. u. sonst in Prosa; ἐν πενίᾳ εἶναι, γίγνεσϑαι, Plat. Apol. 23 c Rep. X, 613 a, u. öfter im Ggstz von πλοῠτος; auch übertr., ὑπὸ πενίας τῆς περὶ φρόνησιν κτήσεως, Soph.
-
5 Πενια
-
6 πενία
1 poverty στάσιν πενίας δότειραν fr. 109. 4. -
7 πενία
πενία, ἡ, Armut -
8 πενία
η1) бедность, нищета; 2) перен. скудость, бедность;§ πενία τέχνας κατεργάζεται — погов, голь на выдумки хитра
-
9 πενίᾳ
Βλ. λ. πενία -
10 πενία
-
11 πενία
-ας ἡ N 1 0-0-0-9-4=13 Jb 36,8; Prv 6,11; 10,4.15; 13,18 -
12 πενία
povertyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πενία
-
13 Πενιά τέχνας κατεργάζεται
– Απ' τη φτώχεια αναπηδάει η τέχνη– Πενιά τέχνας κατεργάζεται• Голь на выдумки хитраИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πενιά τέχνας κατεργάζεται
-
14 πενίας
πενίᾱς, πενίαpoverty: fem acc plπενίᾱς, πενίαpoverty: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 πενίαι
πενίαpoverty: fem nom /voc plπενίᾱͅ, πενίαpoverty: fem dat sg (attic doric aeolic) -
16 πενίαν
πενίᾱν, πενίαpoverty: fem acc sg (attic doric aeolic) -
17 πενίη
-
18 πενίαις
πενίαpoverty: fem dat pl -
19 πενίην
πενίαpoverty: fem acc sg (epic ionic) -
20 πενίης
πενίαpoverty: fem gen sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
πενία — πενίᾱ , πενία poverty fem nom/voc/acc dual πενίᾱ , πενία poverty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενία — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… … Dictionary of Greek
πενίᾳ — πενίαι , πενία poverty fem nom/voc pl πενίᾱͅ , πενία poverty fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενιά — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… … Dictionary of Greek
πενιά — η 1. το χτύπημα χορδής με πένα. 2. το χάραγμα με γραφίδα: Ούτε πενιά δεν μπόρεσα να βάλω σήμερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πενία — η φτώχεια, απορία, ανέχεια, στέρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πενία αὐτοδίδακτος. — См. Бедность учит, а счастье портит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πενία σοφίην ἔλαχεν. — См. Голь на выдумки хитра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πενία δὲ σοφίαν ἔλαχε. — См. Нужда скачет и пляшет, нужда и песеньки поет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Σαένζ Πένια, Ρόκε — (Saenz Pena). Αργεντινός πολιτικός (1851 1914). Σπούδασε νομικά και άσκησε αρχικά το επάγγελμα του δικηγόρου. Πήρε μέρος στον πόλεμο μεταξύ Χιλής και Περού (1874 78), υπέρ του τελευταίου. Πιάστηκε αιχμάλωτος και μεταφέρθηκε στη Χιλή. Μετά την… … Dictionary of Greek
πενίας — πενίᾱς , πενία poverty fem acc pl πενίᾱς , πενία poverty fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)