-
1 πενίαι
πενίαpoverty: fem nom /voc plπενίᾱͅ, πενίαpoverty: fem dat sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
πενίαι — πενία poverty fem nom/voc pl πενίᾱͅ , πενία poverty fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενίᾳ — πενίαι , πενία poverty fem nom/voc pl πενίᾱͅ , πενία poverty fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενία — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… … Dictionary of Greek