-
1 πενίαι
πενίαpoverty: fem nom /voc plπενίᾱͅ, πενίαpoverty: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 πτωχεία
πτωχεία, ἡ, ion. πτωχηΐη, das Betteln; Ar. Plut. 549; Her. 3, 14; εἰς πτωχείαν τὴν ἐσχάτην ἐλϑεῖν, in Bettelarmuth, Plat. Legg. XI, 936 b; neben πενίαι καὶ φυγαί, im plur., Rep. X, 618 a.
-
3 πενία
πενίᾱ, πενίαpoverty: fem nom /voc /acc dualπενίᾱ, πενίαpoverty: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————πενίαι, πενίαpoverty: fem nom /voc plπενίᾱͅ, πενίαpoverty: fem dat sg (attic doric aeolic) -
4 πενία
A poverty, need,πενίῃ εἴκων Od.14.157
; οὐλομένην π. Hes. Op. 717;στάσις πενίας δότειρα Pi.Fr.109.5
;τῇ Ἑλλάδι π. σύντροφός ἐστι,.. [ἀρετῇ] δὲ διαχρεωμένη τὴν πενίην ἀπαμύνεται Hdt.7.102
; ; π. δὲ σοφίαν ἔλαχε διὰ τὸ συγγενές (v.l. δυστυχές) E.Fr. 641 ; ἐν πενίᾳ εἶναι, γίγνεσθαι, Pl.Ap. 23c, R. 613a ;εἰς π. πολλὴν καὶ ἀπορίαν καταστῆναι And.1.144
: pl.πενίαι Isoc.8.128
, Pl.Prt. 353d, R. 618a, etc.
См. также в других словарях:
πενίαι — πενία poverty fem nom/voc pl πενίᾱͅ , πενία poverty fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενίᾳ — πενίαι , πενία poverty fem nom/voc pl πενίᾱͅ , πενία poverty fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενία — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… … Dictionary of Greek