-
1 πελέκεις
πέλεκυςaxe: fem nom /voc pl (attic epic)πελεκάωhew: imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) -
2 οὐδέ
1 following affirmative sent., cl.a and... notὡς δ' ἄφαντος ἔπελες, οὐδὲ φῶτες ἄγαγον O. 1.46
ὣς ἔννεπεν, οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι O. 1.86
περὶ θνατῶν δ' ἔσσεσθαι μάντιν ἔξοχον, οὐδέ ποτ ἐκλείψειν γενεάν O. 6.51
ἤρειδεν δέ μιν Φοῖβος, οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον O. 9.33
οὐδέ μιν φόρμιγγες δέκονται P. 1.97
φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον, οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται P. 2.74
οὐδ' ἀπίθησέ νιν, ἀλλ P. 4.36
οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι ᾤχοντ' ἀγλαοί, ἀλλ P. 4.82
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39
οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα N. 4.4
σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον οὐδ' ὑπὸ κέρδει βλάβεν N. 7.18
οὐδ' Ὑπερμήστρα παρεπλάγχθη N. 10.6
οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν N. 10.30
οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφρον I. 4.28
οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
b adversative, but — notοὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον ἐν παντὶ χρόνῳ κλέπτοισα θεοῖο γόνον O. 6.36
οὐδ' ἔλαθε σκοπόν P. 3.27
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39
2 following a neg. sent., phrase, noraκέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου, οὐδ' ὁπότε O. 2.32
οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ ἀλλὰ O. 2.64
οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων P. 3.17
“ οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις Ἀφροδίτας” P.4.87. “ οὐ πρέπει νῷνχαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν τιμὰν δάσασθαι” P. 4.148οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς οὐδὲ μακύνων τέλος οὐδέν P. 4.286
οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.17
καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν· οὐδὲ Κρονίων ἀστεροπὰν ἐλελίξαις οἴκοθεν μαργουμένους στείχειν ἐπώτρυν N. 9.19
ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.69
οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις· οὐδ ἐπέρναντο γλυκεῖαι μαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.6
—7.οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† I. 5.57 κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει (v. l. οὐ κὶς) fr. 222. 2. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358. irregularly coordinated,ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.26
bοὔτε οὐδέ. τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη, οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
cτε οὐ οὐδέ. Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.37
dοὐδὲ οὐδέ. ἐξίκετ' οὐδ ἀνέμους ἔ[λ]ᾳ[θ]εν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.110
οὐδὲ πελέκεις οὐδὲ Σειρήν (“[οὐ]-οὐδὲ οὐδὲ to be presumed, Zuntz, C. R., 1935, 5) ?fr. 339.e οὔτοι οὐδέ. οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.f fragg. ]γονουτουν ἀμπελ[ ]ιατων οὐδ' Ἀχελωιο[ ( οὔτ' ὦν οὐδὲ vid. Lobel) Πα. 13. c. 11. ἀνδροφθόρον, οὐδὲ σιγᾷ κατερρύη fr. 177b. ]αιων οὐδέ μ[ιν fr. 51 f. c. 5.3 not... evenοὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν O. 2.16
οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας (Schneidewin: οὔτε codd.) O. 14.8ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.89
τὰν οὐδὲ Πορφυρίωνμάθεν P. 8.12
τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον (Boeckh: οὔτε codd.) I. 8.56 -
3 πέλεκυς
1 axeχαλκελάτῳ πελέκει O. 7.36
ὀξυτόμῳ πελέκει P. 4.263
ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. οὐδὲ πελέκεις οὐδὲ Σειρήν “illum neque secures Pisistrati tyranni neque eloquentia movit,” expl. Turyn ?fr. 339. -
4 σειρήν
1 siren fig. of eloquence. σειρῆνα δὲ κόμπον αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων μιμήσομ' ἀοιδαῖς κεῖνον, ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 13. οὐδὲ πελέκεις οὐδὲ σειρήν (cf. Σ, ταῦτα πρὸς τὸν Σιμωνίδην ἐπεὶ ἐκεῖνος ἐν ἑνὶ ᾄσματι ἐπόησεν Σειρῆνα τὸν Πεισίστρατον: “illum neque secures Pisistrati tyranni neque eloquentia movit,” interpr. Turyn) ?fr. 339. -
5 βούφονος
βούφον-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούφονος
-
6 δουροτόμος
Aπελέκεις AP7.445
(Pers.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουροτόμος
-
7 θοός
A quick, nimble, epith. of Ares and warriors, Il.5.430, 571, 16.422, 494, etc.: c. inf.,θ. μάχεσθαι 5.536
; of things,χείρ 12.306
;βέλος Od.22.83
;ἅρμα Il.17.458
; μάστιξ ib. 430;νῆες 14.410
, etc.;νηυσὶ θοῇσι.. πεποιθότες ὠκείῃσι Od.7.34
; νύξ swift night, Il.10.394, Od.12.284, Hes.Th. 481; θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα partake of a hasty meal, i.e. in haste, Od.8.38; later, of animals, Pi.P.4.17, E.Ba. 977 (lyr.); alsoμάχαι Pi.P.8.26
;γλῶσσα Id.N.7.72
; (lyr.);θ. εἰρεσίας ζυγόν S.Aj. 249
(lyr.), cf. Orph.A. 1037; (lyr.), cf. A.Pr. 129 (lyr.);σάκος A.R.1.743
;ἀσπίδας.. θοὸν ἔχμα βολάων Id.4.201
; πνοαί, αὖραι, E. Andr. 479 (lyr.), Tr. 454 (troch.): used adverbially with Verbs of motion, ἐκπρολιποῦσα θοὸν δόμον quickly, in haste, Antim.71 (expld. by An.Ox. from τίθημι); θοὰν νύμφαν ἄγαγες S.Tr. 857
(lyr.). Adv. - ῶς quickly, in haste, Il.3.325, B.14.59, A.Pr. 1060 (anap.), Pers. 398, Hp.Mul.2.132;θοώτερον A.R.3.1406
; soon, Od.15.216.------------------------------------ -
8 σιδηροφορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηροφορέω
-
9 ἐνεργός
ἐνεργός, όν,A at work, active, busy, Hdt.8.26, etc.; ζῷα ἐ., opp. εἴδωλα ἀκίνητα, X.Mem.1.4.4;δικασταί, κυβερνῆται, ἐ. ὄντες
on duty,Pl.
Lg. 674b; ὅπως ἂν ἐ. ὦσι that they may begin business, D.35.7;ἐ. περί τι γίγνεσθαι Plb.3.17.4
; effective, fit for service, νῆες, στράτευμα, Th.3.17, X.Cyr.2.2.23;πεζὸν σὺν ἵπποις -ότατον Id.Eq.Mag.9.7
; ἐ. προσβολή vigorous attack, Plb.4.63.8; ἐ. ὑσσοί effective javelins, Id.1.40.12;πελέκεις D.S.5.39
; ἐ. ποιεῖσθαι τὴν πορείαν march with rapidity, Plb.5.8.3;τὸ τῆς ὥρας πρὸς τὰς νόσους -ότατον D.S.14.70
; τόποι (in logical sense)- ότατοι
most effective,Arist.
Top. 154a16; ἡ γεωργία ἐ. ποιεῖ τὴν τροφήν calls into action the nutritive properties (of the soil), Id.Pr. 924a17.2 actual, opp. potential, Theol.Ar.6, 12.II of land, productive, opp. ἀργός, X.Cyr.3.2.19, cf. 5.4.25, HG4.4.1, Plu.Sol.31 ([comp] Comp.); simply, tilled, SIG685.72 ([place name] Itanos); πεδίον πολλαῖς ἐνεργὸν μυριάσι producing enough for multitudes, Plu. Caes.58;μυλαῖον ἐ.
in working order,PRyl.
167.10 (i A.D.); also of mines, X.Vect.4.2; ἐνεργά (sc. χρήματα) employed capital, which brings in a return, D.27.7,10, cf. X.Hier.11.4;θησαυρὸς ἐ. PLond.2.216
(i A.D.); τὸ δάνειον ἐ. ποιεῖν to put out to interest, D.56.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεργός
-
10 ὑλοτόμος
II Subst. ὑλοτόμος, ὁ, woodcutter, woodman, Il.23.123, Hes.Op. 807, S.El.98 (anap.), IG12.1084.5, Thphr.HP3.9.3, Gal.17(2).229, etc.III τὸ ὑλότομον either a plant cut in the wood (cf.τέμνω 111
), used as a charm; or = worm (cf. φερέοικος), supposed to be the cause of pain in teething ( οὐλοτόμοιο may be the right reading), h.Cer. 229.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑλοτόμος
-
11 θοός 2
θοός 2.Grammatical information: adj.Meaning: `sharp' in νήσοισι ἐπιπροέηκε Θοῃ̃σιν (ο 299); cf. Str. 8, 3, 26 Θοὰς δε εἴρηκε τὰς Όξείας κτλ. (s. Bechtel Lex. s. v.), hell. a. late of γόμφοι, ὀδόντες, πελέκεις, ξίφος (A. R., AP).Derivatives: Factitive aorist ἐθόωσα `I made a point on' (ι 327), perf. ptc. pass. τεθοωμένος (Nic., Opp.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No certain connection. Schulze KZ 29, 261 = Kl. Schr. 370 compared Skt. dhā́rā `cutting edge, blade (of a sword)'.Page in Frisk: 1,678Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θοός 2
См. также в других словарях:
πελέκεις — πέλεκυς axe fem nom/voc pl (attic epic) πελεκάω hew imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ηρακλείου — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Hρακλείου (Ξανθουδίδου 1, Hράκλειο) είναι ένα από τα πιο πλούσια και σημαντικά αρχαιολογικά μουσεία της Eλλάδας. Στις αίθουσές του εκτίθενται ευρήματα από την προϊστορική ως τη ρωμαϊκή εποχή, που προέρχονται από ανασκαφές… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
πελέκι — Κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στα εργαλεία που χρησιμοποίησε ο προϊστορικός άνθρωπος. Εμφανίστηκε από τη νεολιθική εποχή, όταν η ανάπτυξη της γεωργίας ανάγκασε τον άνθρωπο να ξεχερσώσει τα απέραντα δάση των εύκρατων χωρών για να δημιουργήσει… … Dictionary of Greek
RHENUS — German. der Rhein, vel Rhyn, Gall. le Rhin, Batavis de Rhyn, notissimus, et maximus Germaniae post Danubi um fluvius, illam a Gallia disterminans, a lacu Constantiensi Basileam usque, postquam prius Rhetos ab Helvetia, a fontibus nempe usque ad… … Hofmann J. Lexicon universale
SATELLES — in Glossis Graeco Lat. Βασιλικοῦ σώματος φύλαξ, Imperatorii seu Regii corporis custos. Solebant enim illi Regium solium circumdare et Principis latus tueri. Unde Stat. Theb. l. 2. v. 384. de Etheocle, Ibi durum Etheoclea cernit Sublimen solio,… … Hofmann J. Lexicon universale
Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… … Dictionary of Greek
Φαίστος — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… … Dictionary of Greek