Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πελάγια

См. также в других словарях:

  • πελαγία — πελαγίᾱ , πελάγιος of the sea fem nom/voc/acc dual πελαγίᾱ , πελάγιος of the sea fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαγίᾳ — πελαγίᾱͅ , πελάγιος of the sea fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελαγία — I Επίθετο της Αφροδίτης, της Ίσιδας και της Σελήνης. Πελάγιοι ή πελαγικοί ονομάστηκαν γενικά οι θαλάσσιες θεότητες από τους αρχαίους. Ειδικότερα δε, με την επίκληση αυτή λατρεύτηκαν η Σελήνη και η Αφροδίτη στην Τίρυνθα και στη Μέλαινα Κορκύρα, η… …   Dictionary of Greek

  • πελάγια — πελάγιος of the sea neut nom/voc/acc pl πελάγιος of the sea neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγία Πελαγία — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 281 κάτ.) των Κυθήρων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 553 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαλεβιζίου του νομού Ηρακλείου.… …   Dictionary of Greek

  • πελαγίας — πελαγίᾱς , πελάγιος of the sea fem acc pl πελαγίᾱς , πελάγιος of the sea fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαγίαι — πελαγίᾱͅ , πελάγιος of the sea fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαγίαν — πελαγίᾱν , πελάγιος of the sea fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάγιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιστρία και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Θεωρείται πολιούχος και προστάτης της Κωνστάντζας. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Αυγούστου. 2. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο το 925. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • VENUS — I. VENUS ab antiquis amorum, gratiarum, pulchritudinis, deliciarum, voluptatumque omnium habita est Dea: ita dicta a veniendo, quod ad omnes res veniat, ut auctore est Cicer. l. 3. de Nat. Deor. c. 24. Hanc Poetae, ex spumâ maris et Caeli… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Пелагея — народн. Паладья, Палаша, Поладья, с ХVI в. (Соболевский, Лекции 132). Из греч. Πελαγία – имя христианской мученицы, день памяти которой – 4 марта …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»