-
1 παράγειος
A haunting the shallow water near the shore, ζῷα π., opp. πελάγια, Arist.HA 602a16; of sea-plants, Thphr.HP4.6.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράγειος
-
2 παράγεια
παράγειοςhaunting the shallow water near the shore: neut nom /voc /acc pl -
3 παράγειοι
παράγειοςhaunting the shallow water near the shore: masc /fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
παράγειος — ον, Α (για ψάρια ή θαλάσσια φυτά) αυτός που ζει στα ρηχά νερά και κοντά στην παραλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γειος (< γη*), πρβλ. υπό γειος] … Dictionary of Greek
παράγεια — παράγειος haunting the shallow water near the shore neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράγειοι — παράγειος haunting the shallow water near the shore masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek