Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πεδόθεν

См. также в других словарях:

  • πεδόθεν — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδόθεν — Α (τοπ. επίρρ.) 1. από τη γη, από το έδαφος και προς τα πάνω («πεδόθεν δ ἐτινάσσετο μακρὸς Ὄλυμπος», Ησίοδ.) 2. από τον βυθό 3. από την αρχή 4. μτφ. από το βάθος τής καρδιάς («οἵ τοι πεδόθεν φίλοι εἰσὶν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον + επιρρμ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»