Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παρεχ-

См. также в других словарях:

  • πάρεχ' — πάρεχε , παρέχω hand over pres imperat act 2nd sg πάρεχε , παρέχω hand over imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργοπαρέκτης — ἐργοπαρέκτης, ὁ (AM) ο εργοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + παρέχ ω + κατάλ. τής] …   Dictionary of Greek

  • παρέχω — ΝΜΑ 1. δίνω κάτι σε κάποιον, εγχειρίζω («δῶρα μέν, αἰ κ ἐθέλησθα, παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.) 2. προμηθεύω, χορηγώ 3. προξενώ, προκαλώ (α. «η παρουσία σου μάς παρέχει ευχαρίστηση» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», Ομ. Οδ.) 4. προσφέρω (α …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»