Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παρεκβάσεις

См. также в других словарях:

  • παρεκβάσεις — παρέκβασις going aside from fem nom/voc pl (attic epic) παρέκβασις going aside from fem nom/acc pl (attic) παρεκβά̱σεις , παρεκβαίνω step aside from aor subj act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Демократия — I Слово Д. происходит от греческих δημος и κρατία буквально народовластие. Им обозначаются: 1) государственное устройство, где власть принадлежит народу или где интересы народа стоят на первом плане, и 2) самые народные массы, раз они сознанием… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • BAPTAE — I. BAPTAE Athenis sacerdotes erant Cotyttûs impudicitiae Deae, cui nocturna sacra peragebant saltationibus et omni voluptatum generi indulgentes, Dicti λ᾿πὸ τοῦ Βαπτειν, quod, qui sacris illis initiabantur, aquâ. calidâ tingerentur. Suidas.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CHORUS — I. CHORUS pars Comediae, una ex accessoriis, inter actum et actum: vel pars est, post actum introducta cum concentu. Dicebatur autem sic primo, multitudo canentium saltantiumque cum tibicine: idque antiquitus circa aras Deûm, Virg. aen. l. 6. v.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… …   Dictionary of Greek

  • μεταξυλογώ — μεταξυλογῶ, έω (Μ) κάνω παρεκβάσεις στον λόγο ή στην ομιλία μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταξύ + λογῶ* μέσω ενός αμάρτυρου *μεταξυλόγος] …   Dictionary of Greek

  • ομοειδής — ές (ΑΜ ὁμοειδής, ές) 1. αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, αυτός που έχει τις ίδιες ιδιότητες 2. αυτός που είναι όμοιος με άλλον στη μορφή ή στο σχήμα αρχ. 1. ομογενής 2. αντίστοιχος («ἡλικίῃ μάλιστα τῇ ὁμοειδέϊ», Ιπποκρ.) 3. ομοιόμορφος 4. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • παρεκβατικός — ή, ό / παρεκβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [παρεκβαίνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρέκβαση ή κάνει συχνές παρεκβάσεις μσν. αρχ. (για λόγο) παρενθετικός («παρεκβατικός λόγος»). επίρρ... παρεκβατικώς / παρεκβατικῶς, ΝΜΑ κατά τρόπο παρεκβατικό …   Dictionary of Greek

  • παρεκβολεύομαι — Α [παρεκβολή] διηγούμαι, μιλώ παρεκβολικώς, με παρεκβάσεις …   Dictionary of Greek

  • παυσανίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Μακεδονίας (390 389 π.Χ.). Ήταν γιος του Λυγκηστού Αέροπου και εκθρονίστηκε από τον Αμύντα Γ’. 2. Γλύπτης και χαλκοπλάστης από την Απολλωνία. Είχε κατασκευάσει ένα αναμνηστικό ανάθημα, που είχε αφιερωθεί… …   Dictionary of Greek

  • πελαγοδρομώ — πελαγοδρομῶ, έω, ΝΑ [πελαγοδρόμος] πλέω στο πέλαγος, διαπλέω ανοιχτή θάλασσα, θαλασσοπορώ, ποντοπορώ νεοελλ. μτφ. χάνω τον ειρμό τών σκέψεων και ενεργειών μου, παραπαίω, ξεφεύγω από το θέμα μου, κάνω απέραντες παρεκβάσεις, απεραντολογώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»