-
1 παρα-κοίτης
παρα-κοίτης, der Daneben- oder Dabeischlafende, der Ehegatte; Il. 6, 430. 8, 156; Hes. Th. 928.
-
2 παρακοίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακοίτης
-
3 παρακοίτης
παρα - κοίτης: bed - fellow, spouse, husband, Il. 6.430 and Il. 8.156.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παρακοίτης
-
4 παρακοίτης
παρα-κοίτης, der Daneben- oder Dabeischlafende, der Ehegatte -
5 κεῖμαι
Grammatical information: v.Meaning: `lie, be somewhere, happen etc.' (Il.).Other forms: 3. sg. κεῖται, 3. pl. κέαται, Att. κεῖνται, inf. κεῖσθαι etc. (further forms in Schwyzer 679; sehr unsicher myk. ke-ke-me-na)Dialectal forms: Myc. ke-ke-me-na uncertain.Compounds: very often with prefix in diff. meanings, ἀνά-, κατά-, παρά-, ἔγ-, ἔκ-, ἐπί-, σύγ-κειμαι etc.Derivatives: 1. κοῖτος m. `layer, bed, sleep' (Od.), κοίτη f. `id., matrim. bed, nest, parcel, lot' (Od.); often in compp., e. g. ἀπό-, σύγ-, ἡμερό-κοιτος, ἀ-, παρα-κοίτης (cf. on ἀκοίτης). From κοῖτος, κοίτη: κοιτίς f. `box' (Men., J.; cf. Schwyzer 127) with κοιτίδιον `id.' (sch.); κοιτάριον `bed' (sch.); κοιτών m. `sleeping room' (Ar. Fr. 6, hell.) with κοιτώνιον, - ωνίσκος, - ωνίτης, ωνικός ; κοιτατήριον `id.' (Cyrene; cf. ἑστιατήριον s. ἑστία); κοιταῖος `lying on the layer' (Decr. ap. D. 18, 37, Plb.), κοιτάριος `belonging to the bed' ( Edict. Diocl.). Denomin. verb κοιτάζομαι `lay down, nest' (Pi., hell.), - άζω `bring to rest, lay down', also `partition the land' (from κοίτη `parcel'), hell. From here κοιτασία `living together' (LXX), κοιτασμός `folding the cattle' (pap.). - 2. *κοίμη or *κοῖμος with denomin. κοιμάω `lay to rest, put to bed', κοιμάομαι `go to bed' (Il.); from there κοίμησις `lay down, sleep (of death)' (Pl., LXX, NT), κοίμημα `sleep, sleeping with' (S.), κοιμη-τήριον `sleeping room, restplace, burying-place' (inscr.); also κοιμίζω = κοιμάω with κοίμισις, - ισμός, - ιστής, - ιστικός; rater reshaped from κοιμάω. - 3. κειμήλιον n. `valuables, precious thing' (Il.), secondary - ιοι Pl. m. (f.) (Pl. Lg. 931a; apposition of πατέρες η μητέρες); ηλ-derivation of a neuter *κεῖμα (Frisk Eranos 38, 42 a. 41, 52). In the same meaning κεμήλιον (Alc. G 1, 8)? Specht KZ 68, 145 (after *θεμήλιον, θέμηλα); but s. on κεμάς. - Cf. also κῶμα and κώμη. - Verbal derivv.: iterative ( παρε)- κέσκετο (ξ 521, φ 41); desiderative or future forms κείω, κειέμεν, κείοντες etc.; late lengthening κατεκείαθεν κατεκοιμήθη H. (after Hom. μετεκίαθεν); further details in Schwyzer 679, Chantraine Gramm. hom. 1, 322 und 453.Etymology: An exact agreement of the athematic present κεῖται gives Indo-Iranian in Skt. śéte, Av. saēte `lies'; further Hitt. kitta, -ri; uncertain Lyc. sijęni `id.' (Pedersen Lykisch und Hittitisch 17f.). The nominalen t- and m-formations are also found outside Greek: Bret. argud `light sleep' \< *are-ḱoi-to-; Germ., e. g. Goth. haims `village, Heim', Latv. sàime `family', Lith. šeimýna `id.', OCS sěmьja `id.', prob. also Celt., e. g. OIr. cōim `dear'. Other derivv. of the verb in Lat. cīvis, Germ., e. g. Goth. heiwa-frauja `lord of the house', Skt. śéva- `trusty, friendly, dear' as in Arm. sēr `love' with sirem `love'. - Further Pok. 539f., W.-Hofmann s. cīvis. - The verb has full grade in the middle with static inflection: Skt. śay-e, pl. śe-re, without -t-.Page in Frisk: 1,809-810Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κεῖμαι
-
6 παρακοιτης
См. также в других словарях:
ευπροσωποκοίτης — εὐπροσωποκοίτης, ὁ (Α) φρ. «τύχαι εὐπροσωποκοῑται» ευνοϊκή τύχη, που έπεσε ευνοϊκά σαν την καλή πλευρά τού ζαριού (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ πρόσωπος + κοίτης (< κοίτη «κρεβάτι, ξάπλωμα»), πρβλ. α κοίτης, παρα κοίτης] … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Υεμένη — Η Yεμένη βρίσκεται στο νότιο άκρο της Aραβικής Xερσονήσου. Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Oι πρώτοι μουσουλμάνοι που ζούσαν γύρω από τη… … Dictionary of Greek
Πρέβεζας, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ηπείρου στο νοτιοδυτικό άκρο της. Έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και συνορεύει στα Β με τους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, στα Α με τον νομό Άρτας, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται, αντίστοιχα, από τον Αμβρακικό και από το… … Dictionary of Greek
Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
Μαδαγασκάρη — Νησιωτικό κράτος του Ινδικού ωκεανού που χωρίζεται από τη νοτιοανατολική ακτή της Αφρικής με τον πορθμό της Μοζαμβίκης.H M. αποτελείται από το ομώνυμο νησί –που είναι το τέταρτο μεγαλύτερο νησί του κόσμου μετά τη Γροιλανδία, τη Nέα Γουινέα και τη … Dictionary of Greek
Σερρών, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Μακεδονίας, της οποίας καλύπτει το δυτικό τμήμα. Συνορεύει στα Β ελάχιστα με τη Γιουγκοσλαβία και κυρίως με τη Βουλγαρία, στα Α με το νομό Δράμας, στα ΝΑ και στα Ν με το νομό Καβάλας και βρέχεται σε μικρή έκταση … Dictionary of Greek