Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παρασπάς

См. также в других словарях:

  • παρασπάς — shoot torn off and planted fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασπᾷς — παρασπάω draw forcibly aside pres subj act 2nd sg παρασπάω draw forcibly aside pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασπάδας — παρασπάς shoot torn off and planted fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασπάδες — παρασπάς shoot torn off and planted fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασπάδος — παρασπάς shoot torn off and planted fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασπάδων — παρασπάς shoot torn off and planted fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασπάδα — η / παρασπάς, άδος, ΝΜ νεοελλ. βοτ. κλαδί που αναπτύσσεται αυτόματα από την ρίζα ενός δένδρου, παραφυάδα μσν. βλαστός, παραφυάδα που αποσπάται από το μητρικό φυτό για να φυτευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σπάς, άδος (< θ. σπαδ τού σπάω / σπῶ*) …   Dictionary of Greek

  • παρασπαδίας — ο ανατ. συγγενής ανωμαλία στην διάπλαση τού πέους, κατά την οποία το έξω στόμιο τής ουρήθρας δεν εκβάλλει μπροστά αλλά στα πλάγια τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρασπῶ «σύρω προς τα πλάγια» (πρβλ. παρασπάς, άδος)] …   Dictionary of Greek

  • sp(h)ei : sp(h)ī̆ and sp(h)ē : sp(h)ǝ-2 —     sp(h)ei : sp(h)ī̆ and sp(h)ē : sp(h)ǝ 2     English meaning: to pull, drag     Deutsche Übersetzung: “ziehen, spannen”     Material: Gk. σπάω, σπῶ (*spǝ sō) “pull, zerre, verrenke, falle with Zuckungen, Krämpfen an, pull ein, suck ein”;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»