Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παραμόνιμος

См. также в других словарях:

  • παραμόνιμος — constant masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμόνιμος — η, ο / παραμόνιμος, ον, ποιητ. τ. θηλ. παρμονίμα, ΝΜΑ [παραμένω] σταθερός, διαρκής, μόνιμος νεοελλ. αυτός που παραμένει και μετά την άρση τής αιτίας που τόν προκάλεσε («παραμόνιμος μαγνητισμός» παραμένων μαγνητισμός, μαγνητισμός που παραμένει σε… …   Dictionary of Greek

  • παραμονιμώτερον — παραμόνιμος constant masc acc comp sg παραμόνιμος constant neut nom/voc/acc comp sg παραμόνιμος constant adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονιμώτατον — παραμόνιμος constant masc acc superl sg παραμόνιμος constant neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονίμως — παραμόνιμος constant adverbial παραμόνιμος constant masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμόνιμον — παραμόνιμος constant masc/fem acc sg παραμόνιμος constant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονίμου — παραμόνιμος constant masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονίμους — παραμόνιμος constant masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμονίμων — παραμόνιμος constant masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμόνιμα — παραμόνιμος constant neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμόνιμοι — παραμόνιμος constant masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»