-
1 παραμένιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραμένιος
См. также в других словарях:
παραμένιος — ον, ΜΑ, παραμένειος, ον, Μ αυτός που παραμένει σταθερός, παραμόνιμος*. επίρρ... παραμενίως Α με παραμένιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμένω + κατάλ. ιος, λ. σχηματισμένη προς ετυμολόγηση τού τ. πράμν(ε)ιος* (οἶνος)] … Dictionary of Greek