-
1 πανωλης
21) совершенно погибший(Βακτρίων δ΄ ἔρρει π. δῆμος Aesch.)
2) отверженный, проклятый(παῖς ὅ Λαερτίου Soph.)
3) губительнейший(ξυμφοραί Soph.)
-
2 πανώλης
η см. πανούκλα -
3 ερρω
(fut. ἐρρήσω, aor. ἥρρησα)1) медленно идти, тащиться, плестисьὁ ἔρρων πλησίον ἐπὴ θρόνου ἷζε — с трудом продвигаясь поближе, (хромой Гефест) сел в кресло;
ἥ μ΄ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο Hom. — она встретилась мне, одиноко бродившему2) (велением рока) двигаться, отправляться, идти3) быть вытесненным, изгнанным(ἐκ τῆς αὐτῶν χώρας Plat.)
ἐκ ναὸς ἔ. Aesch. — быть сброшенным с корабля4) лишиться(ὀμμάτων ἔ. Aesch.)
ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις! Eur. — какой славной судьбы ты лишился бы!5) погибнуть, исчезнуть, пропасть(Βακτρίων ἔρρει πανώλης δῆμος Aesch.)
πόσον τίνα χρόνον ἄφαντος ἔρρει ; Soph. — сколько же времени тому назад бесследно исчез (царь Лаий)?;ἔρρει τὰ θεῖα Soph. — почитанию богов пришел конец;ἔρρει δέμας φλογιστόν Soph. — тело уничтожено огнем;τἀκείνου σωτήρι΄ ἔρρει Soph. — нет больше надежды на его спасение;ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα! Xen. — дело мое пропало!, я погиб! (лат. actum est de me!);ἀχλεῆ ἔ. Plut. — бесславно пропасть, быть преданным забвению6) ( в проклятиях) убираться, проваливатьἔρρε, κακέ γλήνη! Hom. — сгинь, презренная баба! (лат. abi in malam rem!);
ἔρρ΄ ἐς κόρακας! Arph. — проваливай на съедение воронам! (лат. pasce corvos!);ἐρρέτω Ἴλιον! — пропади пропадом Илион!;ἔρρ΄ ἀπ΄ ἐμεῖο! Theocr. — прочь от меня!
См. также в других словарях:
πανώλης — all destructive masc/fem acc pl (attic epic doric) πανώλης all destructive masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πανώλης all destructive masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώλης — η βλ. πανούκλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανώλει — πανώλης all destructive masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πανώλης all destructive masc/fem/neut dat sg πανώλεϊ , πανώλης all destructive dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώλη — πανώλης all destructive neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πανώλης all destructive masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πανώλης all destructive masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανῶλες — πανώλης all destructive masc/fem voc sg πανώλης all destructive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώλεις — πανώλης all destructive masc/fem acc pl πανώλης all destructive masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανωλεστάτοις — πανώλης all destructive masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανωλέστατοι — πανώλης all destructive masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώλους — πανώλης all destructive masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… … Dictionary of Greek
έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 … Dictionary of Greek