-
1 παν-ώλης
παν-ώλης, ες, ganz verderbt, wie πανώλεϑρος; Aesch. ἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ' ὀλοίατο, Spt. 552; Pers. 718; auch verworfen, verrucht, τῷ πανώλει παιδὶ τῷ Λαερτίου, Soph. Phil. 1341; O. C. 1266, vgl. El. 534, wie Eur. El. 60; – ganz verderblich, ξυμφοραί, Soph. O. C. 1019.
-
2 πανώλης
A = πανώλεθρος 1.1,π. ὄλλυσθαι A.Th. 552
;ἔρρειν π. Id.Pers. 732
; ἤτω ἐξώλης τε καὶ πανώλης, a form of execration, Wiener Denkschr.44(6) p.54 ([place name] Cilicia).2 in moral sense, = πανώλεθρος 1.2, S.OC 1264, El. 544, E.El.60.II [voice] Act., all-destructive, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανώλης
-
3 πανώλης
παν-ώλης, ες, ganz verderbt; verworfen, verrucht; ganz verderblich -
4 πανωλης
21) совершенно погибший(Βακτρίων δ΄ ἔρρει π. δῆμος Aesch.)
2) отверженный, проклятый(παῖς ὅ Λαερτίου Soph.)
3) губительнейший(ξυμφοραί Soph.)
См. также в других словарях:
κυθνώλης — κυθνώλης, ῶλες (Α) παροιμ. φρ. «κυθνώλης συμφορά» πλήρης όλεθρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύθνος + ώλης (< ὄλλυμι) το ω λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. εξ ώλης, παν ώλης)] … Dictionary of Greek
προώλης — ες / προώλης, ῶλες, ΝΑ, και λεσβιακός τ. πρωώλης, ῶλες, Α φρ. «εξώλης και προώλης» ολωσδιόλου διεφθαρμένος στην ψυχή και στο σώμα αρχ. τελείως κατεστραμμένος, αφανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ώλης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), με έκταση λόγω… … Dictionary of Greek
πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… … Dictionary of Greek
φρενώλης — ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) παράφρων, τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ώλης (< ὄλλυμι «χάνω, καταστρέφω»), πρβλ. παν ώλης. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek