Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πίονος

См. также в других словарях:

  • Πίονος — Πίων fat masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίονος — πί̱ονος , πίων fat masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίων — ῑov και ανώμαλος τ. θηλ. πίειρα Α 1. (κυρίως στον Όμ. και ιδίως για ζώα) παχύς, ευτραφής («ἔθηκ ὄϊος καὶ πίονος αἰγός», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ. και ιδίως για άνδρες) σαρκώδης, λιπώδης («καὶ για γαστρώδεις καὶ παχύκνημοι καὶ πίονές εἰσιν ἀσελγῶς»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»