Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πίνακας

  • 81 предметный

    предметный
    прил:
    \предметный указатель ὁ πίνακας τών περιεχομένων \предметный урок τό ἐμπράγματο μάθημα

    Русско-новогреческий словарь > предметный

  • 82 распределениейтельный

    распределение||йтельный
    прил в разн. знач. διανεμητικός, τής διανομής, τής κατανομής:
    \распределениейтельныйи́тельный щит зл. ὁ πίνακας διανομής ρεύματος.

    Русско-новогреческий словарь > распределениейтельный

  • 83 сводный

    сводн||ый
    прил
    1. συνοπτικός, μικτός:
    \сводныйая таблица ὁ συνοπτικός πίνακας· \сводныйая афиша ἡ συνοπτική ἀφίσα· \сводный батальон τό μικτό τάγμα· 2.:
    \сводный брат ὁ ἐτεροθαλής ἀδελφός· \сводныйая сестра ἡ ἐτεροθαλής ἀδελφή.

    Русско-новогреческий словарь > сводный

  • 84 умножение

    умнож||ение
    с
    1. (увеличение) ἡ αὐξηση [-ις], τό μεγάλωμα·
    2. мат ὁ πολλαπλασιασμός:
    таблица \умножениеения ὁ πυθαγόρειος πίνακας.

    Русско-новогреческий словарь > умножение

  • 85 холст

    холст
    м
    1. τό πανί, τό λινόπανο; небеленый \холст τό ἀλεύκαντο πανί· деревенский \холст τό χοντρόπανο· писать на \холсте ζωγραφίζω στό πανί·
    2. (картина) ὁ πίνακας.

    Русско-новогреческий словарь > холст

  • 86 щиток

    щиток
    м
    1. уменьш. ἡ πινακίδα [-ίς]·
    2. тех. ὁ πίνακας·
    3. (у насекомых) ὁ θώρακας [-αξ] (των ἐντόμων)·
    4. бот. (соцветие) ὁ κόρυμβος.

    Русско-новогреческий словарь > щиток

  • 87 ασμενίζομαι

    αμετ.
    1) любить (что-л, делать); испытывать удовольствие (от какого-л. занятия);

    ασμενίζομαι βλέπων πίνακας ζωγραφικής — любить смотреть картины;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ασμενίζομαι

  • 88 βαθμολογικός

    η, ό[ν] оценочный;

    βαθμολογικός πίνακας — турнирная таблица

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βαθμολογικός

  • 89 διανομή

    η
    1) выдача, раздача; распределение; раздел, разделение; размещение;

    διανομή περιουσίας — разделение имущества;

    πίνακας διανομής ρεύματος — эл. распределительный щит;

    2) разноска (писем)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διανομή

  • 90 έλεγχος

    ο
    1) проверка, контроль; ревизия; инспекция; 2) классный журнал;

    Γενικός έλεγχος — общий журнал;

    3) табель (успеваемости);
    4): ο πίνακας ελέγχου табель явки на работу, табельная доски; 5) контрольный орган;
    6) критика, опровержение (теорий, выступлений и т. п.);

    έλεγχος του ιδεαλισμού — критика идеализма;

    § έλεγχος συνειδήσεως — угрызения совести

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έλεγχος

  • 91 καλός

    η, ό[ν] 1
    1) хороший (в раэн. знач);

    καλ εργάτης (μαθητής, άνθρωπος) — хороший рабочий (ученик, человек);

    καλό φόρεμα — хорошее, красивое платье;

    καλός πίνακας — хорошая картина;

    καλός καιρός — хорошая погода;

    καλός άνεμος — сильный ветер;

    καλή φήμη — добрая слава, доброе имя;

    καλό φάρμακο — эффективное средство (о лекарстве);

    2) (в пожеланиях):

    ώρα καλή! — а) в добрый час!, счастливого пути!; — б) ирон. скатертью дорога;

    καλό ταξίδι! — счастливого путешествия, счастливого пути!;

    καλή αντάμωση — до свидания;

    § καλό μούτρο — негодяй;

    άνθρωποι καλής θέλησης — люди доброй воли;

    είμαι ( — или βρίσκομαι) στίς καλές μου — быть в хорошем настроении, в хорошем расположении духа;

    βλέπω με καλό μάτι — хорошо, благожелательно относиться;

    του τα είπα ( — или έψαλα) από την καλή — я ему сказал об этом напрямик;

    καλό και τούτο — этого ещё не хватало;

    μιά και καλή — раз навсегда;

    καλέ! — послушай, дружище! (в обращении);

    καλ κι' αυτός! ирон. — ну и хорош!;

    καλή ώρα σαν... — ну прямо как... (в сравнениях);

    ο καλός καλο δεν έχει — погов, хорошим людям часто не везёт;

    2.
    1) (о, η):

    ο καλός μου — любимый мой;

    η καλή μου — любимая моя;

    2) (η) лицевая сторона (одежды, ткани)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καλός

  • 92 μαύρος

    η, ο 1.
    1) чёрный;

    μαύρο ψωμί — чёрный хлеб;

    μαύρο χαβιάρι — чёрная икра;

    η μαύρη γη чернозём;
    2) чернокожий; 3) тёмный, мрачный; 4) перен. горький, печальный, горестный; несчастный; μαύρη αλήθεια горькая правда;

    χύνω μαύρα δάκρυα — лить горькие слёзы;

    μαύρη μοίρα горькая участь;
    μαύρη η μοίρα σου! несчастный ты человек!;

    χάθηκε ο μαύρος — пропал бедняга;

    5) злой, злобный, зловредный;
    6) реакционный, ультраправый;

    § μαύρο κρασί — красное вино;

    μαύρη ψυχή или άνθρωπος με μαύρη ψυχή чёрная душа;

    μαύρες σκέψεις — чёрные мысли;

    μαύρες (η)μέρες — чёрные дни;

    μαύρες δυνάμεις — тёмные силы;

    μαύρος κατάλογος ( — или πίνακας) — чёрный список;

    φορώ μαύρα — носить траур;

    τα βλέπω όλα μαύρα — видеть всё в мрачном свете;

    μας εκανες μαύρα μάτια — ты совсем пропал, куда ты пропал?;

    τον έκαμα μαύρο στο ξύλο — я ему наставил синяков;

    βουτήχτηκε ( — или είναι βουτηγμένος) στα μαύρα — а) у него большое горе; — б) он в глубоком трауре;

    μαύρο φίδι πού σ'δφαγε — тебе попадёт, ты будешь строго наказан;

    ζήσε, μαύρε μου, να φας τριφύλλι — посл. ≈ — терпи, казак, атаманом будешь;

    όταν ψοφήσει ο μαύρος μου, χορτάρι μη φυτρώσει — посл. ≈ — после нас хоть трава не расти; — после меня хоть потоп;

    2. (ο)
    1) (М.) эфиоп; негр; мавр (уст.); 2) вороной конь; 3) реакционер

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μαύρος

  • 93 περιεχόμενο(ν)

    τό
    1) содержание;

    (τα) περιεχόμενα — или πίνακας περιεχόμένων — оглавление;

    χωρίς περιεχόμενο(ν) — или κενός περιεχόμένου — бессодержательный, пустой;

    δίνω περιεχόμενο(ν) — наполнять содержанием, придавать смысл;

    2) содержимое

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περιεχόμενο(ν)

  • 94 περιεχόμενο(ν)

    τό
    1) содержание;

    (τα) περιεχόμενα — или πίνακας περιεχόμένων — оглавление;

    χωρίς περιεχόμενο(ν) — или κενός περιεχόμένου — бессодержательный, пустой;

    δίνω περιεχόμενο(ν) — наполнять содержанием, придавать смысл;

    2) содержимое

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περιεχόμενο(ν)

  • 95 πίναξ

    (-ακος) ο
    1) см. πίνακας; 2) перечень;

    πίναξ περιεχομένων — оглавление, содержание (книги, журнала)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πίναξ

  • 96 billboard

    noun (a large board on which advertising posters are displayed: He stuck posters on the billboard.) πίνακας ανακοινώσεων

    English-Greek dictionary > billboard

  • 97 board

    [bo:d] 1. noun
    1) (a strip of timber: The floorboards of the old house were rotten.) σανίδι
    2) (a flat piece of wood etc for a special purpose: notice-board; chessboard.) πίνακας
    3) (meals: board and lodging.) διατροφή
    4) (an official group of persons administering an organization etc: the board of directors.) (διοικητικό) συμβούλιο
    2. verb
    1) (to enter, or get on to (a vehicle, ship, plane etc): This is where we board the bus.) επιβιβάζομαι σε
    2) (to live temporarily and take meals (in someone else's house): He boards at Mrs Smith's during the week.) διαμένω (ως οικότροφος)
    - boarding-house
    - boarding-school
    - across the board
    - go by the board

    English-Greek dictionary > board

  • 98 chalkboard

    noun (a smooth board, usually green, for writing or drawing on with crayon or chalk.) πίνακας

    English-Greek dictionary > chalkboard

  • 99 dashboard

    ['dæʃbo:d]
    (a board etc with dials, switches etc in front of the driver's seat in a car.) πίνακας οργάνων,ταμπλό

    English-Greek dictionary > dashboard

  • 100 dial

    1. noun
    1) (the face of a watch or clock: My watch has a dial you can see in the dark.) πλάκα ρολογιού
    2) (the turning disc over the numbers on a telephone.) επιλογέας,καντράν
    3) (any disc etc bearing numbers etc used to give information: the dial on a radio.) πίνακας επιλογής,ταμπλό
    2. verb
    (to turn a telephone dial to get a number: She dialled the wrong number.) σχηματίζω(αριθμό τηλεφώνου)

    English-Greek dictionary > dial

См. также в других словарях:

  • πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… …   Dictionary of Greek

  • πίνακας — ο 1. ο μαυροπίνακας του σχολείου. 2. έργο ζωγραφικής. 3. κατάλογος ονομάτων: Πίνακας των προβιβαζόμενων μαθητών. 4. πινακίδα ανακοινώσεων. 5. πλάκα όπου υπάρχουν κουμπιά, χειριστήρια, όργανα: Πίνακας των οργάνων ελέγχου πτήσεως των αεροπλάνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πίνακας ελέγχου — Πίνακας μπροστά στη θέση οδήγησης των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων, στον οποίο είναι συγκεντρωμένα τα όργανα, οι ενδεικτικές λυχνίες και οι μοχλοί χειρισμού ορισμένων δευτερευόντων συστημάτων που αφορούν στην οδήγηση του οχήματος. Ο πίνακας… …   Dictionary of Greek

  • πινακάς — ὁ, Μ [πίναξ, ακος] αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει πινάκια, πιάτα, ο πιατάς …   Dictionary of Greek

  • πίνακας — πίναξ board masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναδιαίος πίνακας — Ο δυαδικός πίνακας (μήτρα) ο οποίος είναι τετραγωνικός, διαγώνιος και όλα τα στοιχεία της διαγωνίου του είναι ίσα με την μονάδα και συμβολίζεται με 1, Ι ή Ε. Αν ο πίνακας αυτός είναι διαστάσεων n x n (ο n φυσικός) τα στοιχεία του ij δίνονται από… …   Dictionary of Greek

  • Νιννίου πίνακας — Τετράγωνος πήλινος πίνακας, με δύο παραστάδες και αέτωμα, που βρέθηκε το 1895 σπασμένος σε εννέα κομμάτια, στην αυλή του ιερού της Ελευσίνας. Στις τέσσερις άκρες του έχει ισάριθμες τρύπες, από τις οποίες κρεμόταν σε τοίχο. Πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικός πίνακας — Κατασκευή που συγκροτείται από διάφορα ηλεκτρικά όργανα (διακόπτες, ηλεκτρικές ασφάλειες, φωτεινούς σηματοδότες, όργανα μέτρησης, συσκευές προστασίας κλπ.) που συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με ένα ηλεκτρικό σχέδιο· προορίζεται προπάντων για τον… …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»