-
21 указатель
-я α.1. δείκτης•дорожный указатель οδικός δείκτης•
указатель скорости δείκτης ταχύτητας.
2. οδηγός (βιβλίο με οδηγίες).3. πίνακας•библиографический указатель βιβλιογραφικός πίνακας•
указатель имн πίνακας ονομαστικός.
-
22 щит
-а α.1. ασπίδα•щит ахилла ή ахилса η ασπίδα του Αχιλλέα.
|| μτφ. προπύργιο, προμαχώνας.2. φράγμα• φράχτης. || προκατασκευασμένα μεσοχωρίσματα σπιτιών σαν δώματα.3. προστατευτικό έρεισμα σήραγγας.4. όστρακο (χελώνας, κοχλία κλπ.)• φολίδα. || πίνακας, ταμπλό.5. ηλεκτρικός πίνακας•электрораспределительный щит ηλεκτρικός πίνακας διανομής ρεύματος.
|| μεγάλος στόχος βολής στη θάλασσα.6. το σανιδωμα του τέρματος του μπάσκετ-μπόλ.εκφρ.поднять на щит – επαινώ, εγκωμιάζω, εκθειάζω, εξυψώνω•на -е вернуться – γυρίζω νικημένος•со -ом вернуться – γυρίζω νικητής. -
23 πίναξ
πίναξ, ακος, ὁ (nach Einigen mit pinus verwandt, eigtl. sichtenes Brett, nach Buttmann mit πλάξ zusammenhangend, wie auch sonst ν und λ wechseln; fälschlich von πίνω abgeleitet, Trinkschaale), das Brett; Od. 12, 67, Bretterwerk der Schiffe; Opp. Hal. 1, 194 u. A., vgl. πινακηδόν u. Schol. daselbst; – eine Tafel, auf der man Zeichen einkratzt, Il. 6, 169, u. so für Schreibtafel bei den Folgdn; ταῠτ' οὐ πίναξίν ἐστιν ἐγγεγραμμένα, Aesch. Suppl. 924; ἐν χρυσῷ πίνακι γράψαντες, Plat. Critia. 120 c; Dem. 43, 18 u. sonst. – In der Od. 1, 141. 4, 57. 16, 49, κρειῶν πίνακας, hölzerne Tafeln, welche die Stelle der Schüsseln vertreten; ξεστοὶ πίνακες Ar. Th. 778; welche Benennung auch für die späteren irdenen und silbernen blieb; Ath. oft aus comic. – Rechentafel, Plut. – Zeichnung, Gemälde, Her. 5, 49; weil sie auf hölzerne Tafeln gemacht wurden, Ath. XII, 543 u. sonst; Dem. 44, 35; Anschlagebrett, Etwas bekannt zu machen, Verzeichniß, Landkarte, Plut. Thes. 1; Inhaltsanzeige, Register u. dgl., Sp. – Bei Plut. Rom. 12 ist ἡ περὶ τὸν πίνακα μέϑοδος die Astrologie; εἰς ἀγυρτικοὺς κατέβαλε πίνακας ἡ πενία, als Zeichen eines herumziehenden Bettlers, compar. Arist. 3.
-
24 расписание
1. (график, таблица) о πίνακας, το ωράριο 2. (движения транспортных средств) το δρομολόγιο, ο πίνακας δρομολογίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расписание
-
25 щиток
1. тех. η πινακίδαο πίνακας2. (защитное устройство) το ασπίδιο 3. (приборный) о πίνακας οργάνων, η οθόνη 4. ав. το πτερύγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > щиток
-
26 картина
-
27 объявление
объявление с η ανακοίνωση· доска \объявленией о πίνακας ανακοινώσεων; давать \объявление βάζω μία αγγελία* * *сη ανακοίνωσηдоска́ объявле́нией — ο πίνακας ανακοινώσεων
дава́ть объявле́ние — βάζω μία αγγελία
-
28 оглавление
-
29 полотно
-
30 указатель
указатель м 1) ο δείχτης, дорожный \указатель о οδικός δείχτης 2) (для справок) о πίνακας* * *м1) ο δείχτηςдоро́жный указа́тель — ο οδικός δείχτης
2) ( для справок) ο πίνακας -
31 холст
-
32 картина
карти́н||аж1. ὁ πίνακας, ὁ πίναξ, ἡ εἰκόνα, ἡ ζωγραφία:жанровая \картина ὁ πίνακας ὁρισμένου ζάνρ· \картина масляными красками ἡ ἐλάιογραφιά·2. (фильм) разг τό φίλμ, ἡ ταινία· ◊ живые \картинаы ἡ ζωντανή είκόνα. -
33 красный
красн||ыйприл в разн. знач. κόκκινος, ἐρυθρός:Красная Армия ист. ὁ Κόκκινος Στρατός, ὁ 'Ερυθρός Στρατός· \красныйое знамя ἡ κόκκινη σημαία, ἡ ἐρυθρά σημαία· \красныйая гли́на τό κοκκινόχωμα, ἡ ἐρυθρά ἄργιλλος· \красныйая капуста τό κόκκινο λάχανο· \красный перец τό κόκκινο πιπέρι· ◊ \красныйая доска ὁ κόκκινος πίνακας, ὁ πίνακας τιμής· \красный уголо́к ἡ κόκκινη γωνιά, ἡ αίθουσα (δωμάτιο) ἐκπολιτισμοῦ· \красныйое вино τό μαΰρο (или τό κόκκινο) κρασί· \красныйое дерево τό ἀνακάρδιο, τό μαόνι, τό ἀκάϊον \красныйая рыба τό κοκκινόψα-ρο, τό ἐρυθρόψαρο· \красныйая строка ἡ νέα παράγραφος· с \красныйой строки ἀρχίζω μέ νέα παράγραφο· \красныйая цени ἡ καλή τιμή· \красныйая девица ἡ ὀμορφη κοπέλλα, ἡ λυγερή· Красная Шапочка (в сказке) ἡ Κοκκινοσκουφίτσα· ради \красныйого словца разг γιά νά κάνει πνεύμα· проходить \красныйой ни́тыо διαποτίζω ἀπ' ἀρχής μέχρι τέλους, προβάλλω, κυριαρχώ· долг платежом красен погов. -г·· τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο. -
34 пульт
пультм1. τό ἀναλόγιο[ν]:дирижерский \пульт τό ἀναλόγιο τοῦ μαέστρου (или τοῦ διευθυντοῦ ὁρχήστρας)·2. тех. ὁ πίνακας [-αξ]:\пульт управления ὁ πίνακας αὐτομάτου διευθύνσεως. -
35 табель
табельм1. (расписание, список) ὁ πίνακας, ὁ πίναξ/ ὁ ἐλεγχος (успеваемости учеников):\табель о рангах ὁ πίναξ τῶν ἀξιωμάτων2. (для контроля тки на работу) ὁ πίνακας ἐλεγχου (доска)1 ἡ μάρκα, ὁ ἀριθμός ἐργάτη (жетон):снимать \табель ξεκρεμάω τήν μάρκα. -
36 указатель
указательм1. (знак, надпись и т. п.) ὁ δείκτης:дорожный \указатель ὁδικός δείκτης·2. (для справок) ὁ ὁδηγός (книга)/ ὁ πίνακας (в книге):алфавитный \указатель ὁ ἀλφαβητικός πίναξ· библнографический \указатель ὁ βιβλιογραφικός πίνακας· железнодорожный \указатель ὁ ὁδηγός σιδηροδρομικών συγκοινωνιών3. (прибор, стрелка) ὁ δείκτης. -
37 черный
черн||ыйприл β разн. знач. μαύρος, μέλας:\черныйая краска ἡ μαύρη μπογιά· \черныйые мысли οἱ μαύρες σκέψεις· \черныйые дни οἱ μαῦρες ἡμέρες· про \черный день γιά ὠρα ἀνάγκης· \черныйая неблагодарность ἡ μεγάλη ἀχαριστία· \черныйые силы οἱ μαύρες δυνάμεις· \черный ход ἡ πίσω πόρτα τοῦ σπιτιοῦ· \черныйая лестница ἡ σκάλα τής ὑπηρεσίας· \черныйая работа ἡ χονδρή δουλειά, ἡ χοντροδου-λειά· ◊ \черныйое дерево ὁ Εβενος, τό ἀμπα-νόζι· \черныйая биржа ἡ μαύρη ἀγορά· \черныйый глаз τό χακό μάτι· \черныйая доска ὁ μαύρος πίνακας· \черныйое золото τό κάρβουνο· \черныйая металлу́ргия ἡ σιδηρομεταλλουργία· \черныйая меланхолия ἡ μαύρη μελαγχολία· \черный хлеб τό μαῦρο ψωμί· \черныйая икра τό μαύρο χαβιάρι· \черный· ко́фе ὁ καφές· \черныйые списки ὁ μαύρος κατάλογος (или πίνακας)· \черныйые сотни οἱ μαῦρες ἐκατονταρχιες· держать кого-л. в \черныйом теле κακομεταχειρίζομαι κάποιον видеть все в \черныйом свете τά βλέπω ὅλα μαῦρα· называть белое \черныйым λέω τή μέρα νύχτα· между ними \черныйая кошка пробежала κάποιος τους μάτιαξε· \черныйым по белому (написано) καθαρά ξεκάθαρα γραμμένο. -
38 covariance matrix
= dispersion matrixFrench\ \ matrice des covariances; matrice de dispersionGerman\ \ Kovarianzmatrix; Dispersionsmatrix; StreuungsmatrixDutch\ \ variantie-covariantie-matrixItalian\ \ matrice di covarianza; matrice di dispersioneSpanish\ \ matriz de covariancia; matriz de las covariancias; matriz de covarianzas; matriz de dispersiónCatalan\ \ matriu de covariància; matriu de covariàncies; matriu de dispersióPortuguese\ \ matriz de covariâncias; matriz de dispersãoRomanian\ \ matricea de covarianţă; matricea dispersiei; matricea de dispersieDanish\ \ kovariansmatrixNorwegian\ \ kovariansmatriseSwedish\ \ kovariansmatrisGreek\ \ πίνακας συνδιακύμανσης; πίνακας διασποράςFinnish\ \ kovarianssimatriisi; varianssi-kovarianssimatriisi; hajontamatriisiHungarian\ \ kovariancia mátrix; szóródási mátrixTurkish\ \ kovaryans matrisi; yayılım matrisiEstonian\ \ kovariatsioonimaatriks; dispersioonimaatriksLithuanian\ \ kovariacinė matrica; sklaidos matricaSlovenian\ \ matrika kovariancePolish\ \ macierz kowariancji dyspersji; macierz rozproszeniaRussian\ \ ковариационная матрица; дисперсная матрицаUkrainian\ \ коваріаційна матрицяSerbian\ \ матрица коваријансе; матрица дисперсијеIcelandic\ \ samdreifnifylkiEuskara\ \ kobariantza-matrize; sakabanatze-matrize; barreiadura-matrizeFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ مصفوفة التغاييرAfrikaans\ \ kovariansiematriksChinese\ \ 协 方 差 矩 阵Korean\ \ 공분산행렬; 산포행렬, 퍼짐성 행렬 -
39 four-fold table
= two-by-two frequency tableFrench\ \ table à 4 cases; table à quatre cases; table à double dichotomie; table 2 x 2German\ \ Vierfeldtafel; 2 x 2-TafelDutch\ \ 2x2-tabel; twee-bij-twee frequentietabelItalian\ \ tavola a quattro caselle; tabella di frequenza 2 x 2Spanish\ \ table cuádruple; tabla de cuádruple entrada; tabla dos por dos tableCatalan\ \ taula de quàdruple entrada; taula dos per dosPortuguese\ \ tabela de contingência 2 x 2Romanian\ \ masă de patru ori; doi câte doi tabelul de frecvenţăDanish\ \ 2 x 2 tabelNorwegian\ \ to-ganger-to-tabellSwedish\ \ fyrfältstabellGreek\ \ τετραπλός πίνακας; πίνακας δύο-από-δύο συχνότηταςFinnish\ \ nelikenttä; kaksiulotteinen frekvenssitaulukkoHungarian\ \ négyszeres táblázat; kettõnkénti gyakorisági táblaTurkish\ \ dört kat çizelgesi; ikiye iki frekans tablosuEstonian\ \ neljaväljatabel; neljavälja sagedustabel; kaks korda kaks sagedustabelLithuanian\ \ keturguboji lentelėSlovenian\ \ 2x2 tabelaPolish\ \ tablica czteropolowa; tablica liczebności 2 x 2Russian\ \ таблица четырехклеточная; четырехкратная таблица; четырехклеточная таблица колебанийUkrainian\ \ в чотири рази таблиці; два на два таблиці частотSerbian\ \ четири пута стола; два по два стола фреквенцијеIcelandic\ \ fjórfalda borð; tveir-eftir-tveir tíðni töfluEuskara\ \ lau bider taulan; bi-bi maiztasun taulaFarsi\ \ j dv le f ravaniye do d r doPersian-Farsi\ \ جدول دو در دو (٢٭٢)Arabic\ \ جدول ذو أربعة طيات ؛ جداول تكرارية 2×2Afrikaans\ \ vierdelingstabel; twee-by-twee-tabel; twee-by-twee frekwensietabelChinese\ \ 四 重 表; ― X频 数 ( 率 ) 表Korean\ \ 2 X 2 빈도표 -
40 multivariate analysis of variance table
= MANOVA tableFrench\ \ analyse de la variance à plusieurs variableGerman\ \ Zerlegungstafel bei multivariater Analyse; MANOVA-TafelDutch\ \ multivariate variantie-analyse tabelItalian\ \ analisi multivariata della varianzaSpanish\ \ analises multivariado de la tabla de varianza; tabla MANOVACatalan\ \ taula MANOVA; taula d'anàlisi de variància multivariable; taula d'anàlisi de variància multivariantPortuguese\ \ tabela de análise de variância multivariada; tabela MANOVARomanian\ \ tabel MANOVADanish\ \ flerdimensional variansanalysetabelNorwegian\ \ -Swedish\ \ MANOVA-tabellGreek\ \ πίνακας πολυμεταβλητής ανάλυσης διακύμανσης; πίνακας MANOVAFinnish\ \ moniulotteinen varianssianalyysi- l. MANOVA-tauluHungarian\ \ -Turkish\ \ çok-değişkenli varyans analizi tablosu; MANOVA veya ÇOKDEVARAN tablosuEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ multivariatna analiza variance tabelaPolish\ \ -Russian\ \ многомерный анализ таблицы дисперсийUkrainian\ \ таблиці багатовимірного дисперсійного аналізуSerbian\ \ -Icelandic\ \ fjölþáttagreiningu á töflunni víkja; MANOVA töfluEuskara\ \ aldaera anitzeko bariantzaren analisia taula; MANOVA taulaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ تحليل واريانس چندمتغيّرهArabic\ \ جدول تحليل التباين المتعدد المتغيراتAfrikaans\ \ meerveranderlike variansieanalisetabelChinese\ \ -Korean\ \ 다변량분산분석표
См. также в других словарях:
πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… … Dictionary of Greek
πίνακας — ο 1. ο μαυροπίνακας του σχολείου. 2. έργο ζωγραφικής. 3. κατάλογος ονομάτων: Πίνακας των προβιβαζόμενων μαθητών. 4. πινακίδα ανακοινώσεων. 5. πλάκα όπου υπάρχουν κουμπιά, χειριστήρια, όργανα: Πίνακας των οργάνων ελέγχου πτήσεως των αεροπλάνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πίνακας ελέγχου — Πίνακας μπροστά στη θέση οδήγησης των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων, στον οποίο είναι συγκεντρωμένα τα όργανα, οι ενδεικτικές λυχνίες και οι μοχλοί χειρισμού ορισμένων δευτερευόντων συστημάτων που αφορούν στην οδήγηση του οχήματος. Ο πίνακας… … Dictionary of Greek
πινακάς — ὁ, Μ [πίναξ, ακος] αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει πινάκια, πιάτα, ο πιατάς … Dictionary of Greek
πίνακας — πίναξ board masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδιαίος πίνακας — Ο δυαδικός πίνακας (μήτρα) ο οποίος είναι τετραγωνικός, διαγώνιος και όλα τα στοιχεία της διαγωνίου του είναι ίσα με την μονάδα και συμβολίζεται με 1, Ι ή Ε. Αν ο πίνακας αυτός είναι διαστάσεων n x n (ο n φυσικός) τα στοιχεία του ij δίνονται από… … Dictionary of Greek
Νιννίου πίνακας — Τετράγωνος πήλινος πίνακας, με δύο παραστάδες και αέτωμα, που βρέθηκε το 1895 σπασμένος σε εννέα κομμάτια, στην αυλή του ιερού της Ελευσίνας. Στις τέσσερις άκρες του έχει ισάριθμες τρύπες, από τις οποίες κρεμόταν σε τοίχο. Πρόκειται για… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικός πίνακας — Κατασκευή που συγκροτείται από διάφορα ηλεκτρικά όργανα (διακόπτες, ηλεκτρικές ασφάλειες, φωτεινούς σηματοδότες, όργανα μέτρησης, συσκευές προστασίας κλπ.) που συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με ένα ηλεκτρικό σχέδιο· προορίζεται προπάντων για τον… … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… … Dictionary of Greek