-
1 χύνω
-
2 χύνω
-
3 χύνω
χύ̱νω, χύνωpour: aor subj act 1st sgχύ̱νω, χύνωpour: pres subj act 1st sgχύ̱νω, χύνωpour: pres ind act 1st sgχύ̱νω, χύνωpour: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
4 χύνω
(αόρ. έχυσα, παθ. αόρ. (δ)χύθηκα и εχύθην) μετ.1) лить, наливать; вливать; 2) выливать; проливать; разливать; 3) сыпать, насыпать; 4) рассыпать, высыпать, просыпать; 5) плавить, расплавлять (металл);χύν μολύβι — плавить свинец;
6) лить, отливать;χύνω κανόνια — отливать пушки;
χύνω κεριά — отливать свечи;
7) высыпать (о сыпи);8) физиол, извергать (семя); 9) перен. изливать, изрыгать;χύνει φαρμάκι η γλώσσα του — его язык источает яд, он очень язвителен;
§ εχυσα τα μάτια μου στο διάβασμα я испортил себе глаза чтением;1) — вливаться, наливаться;χύνομαι
2) выливаться;проливаться; 3) высыпаться, просыпаться; рассыпаться;τα μαλλιά χύνονταν στούς ώμους της — волосы её рассыпались по плечам;
4) впадать (о реке);5) кидаться, накидываться, набрасываться, нападать; χύθηκε απάνω μου σαν τίγρης он набросился на меня, как тигр; § χύθηκε το λάδι μας μέσα στο τηγάνι μας погов, не было бы счастья, да несчастье помогло -
5 χύνω
[хино] р. лить, проливать, разливать, сыпать, просыпать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χύνω
-
6 χύνω
[хино] ρ лить, проливать, разливать, сыпать, просыпать. (о металлах) отливать, лить. -
7 χύνω
verser -
8 χύνω
wylewać czas. -
9 χύνω
1) lít2) rozlévat3) vyklopit -
10 χύνω
spillΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χύνω
-
11 συγ-χύνω
-
12 ἐπι-χύνω
-
13 ἐγ-χύνω
ἐγ-χύνω, Sp. = ἐγχέω, z. B. Luc. Imagg. 29.
-
14 ἐκ-χύνω
-
15 ὑπο-συγ-χύνω
ὑπο-συγ-χύνω, Nebenform von ὑποσυγχέω, Ios.
-
16 лить
χύνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лить
-
17 verser
χύνω -
18 lít
χύνω -
19 rozlévat
χύνω -
20 vyklopit
χύνω
См. также в других словарях:
χύνω — χύνω, έχυσα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χύνω — ΝΜΑ, και χύννω ΜΑ (σχετικά με υγρό) αφήνω να ρεύσει, να πέσει προς τα έξω ή προς τα κάτω νεοελλ. 1. (σχετικά με υλικά) αφήνω να πέσει, σκορπίζω («έχυσες το στάρι») 2. (σχετικά με μέταλλα) ρευστοποιώ, λειώνω, χυτεύω 3. (σχετικά με διάφορα… … Dictionary of Greek
χύνω — χύ̱νω , χύνω pour aor subj act 1st sg χύ̱νω , χύνω pour pres subj act 1st sg χύ̱νω , χύνω pour pres ind act 1st sg χύ̱νω , χύνω pour aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύνω — έχυσα, χύθηκα, χυμένος 1. στα υγρά, αφήνω κάτι να χυθεί: Άφησε την κάνουλα ανοιχτή και χύθηκε όλο το κρασί. 2. στα μέταλλα, λιώνω, χωνεύω: Χύνω μολύβι. 3. το μέσο, χύνομαι διασκορπίζομαι, χιμάω, εφορμώ, εκβάλλω. 4. παροιμ., «Xύθηκε το λάδι μας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
παραχέω — Α χύνω νερό ή άλλο υγρό κοντά σε κάτι, χύνω επί πλέον 2. χύνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο («τὸ μύρον παραχέων βαδίζω», Πλάτ. Κωμ.) 3. χύνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τοῑς σκέλεσι ἔλαιον παραχέειν», Γαλ.) 4. (σχετικά με στερεές ύλες που αποτελούνται από… … Dictionary of Greek
χύνετον — χύ̱νετον , χύνω pour aor subj act 3rd dual (epic) χύ̱νετον , χύνω pour aor subj act 2nd dual (epic) χύ̱νετον , χύνω pour pres imperat act 2nd dual χύ̱νετον , χύνω pour pres ind act 3rd dual χύ̱νετον , χύνω pour pres ind act 2nd dual χύ̱νετον ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχέω — Α 1. χύνω κάτι προς κάτι άλλο ή χύνω κάτι πάνω σε κάποιον 2. μέσ. προσχέομαι χύνω νερό επάνω μου 3. παθ. μτφ. κατακλύζομαι («ὑπὸ τοῡ Χρυσίππου προσχυθεὶς ἀδολεσχίας», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χέω «χύνω»] … Dictionary of Greek
εκχύνω — και εκχέω (AM ἐκχέω) 1. χύνω προς τα έξω, χύνω («τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας») 2. μέσ. εκχύνομαι α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι β) εκρέω, αναβλύζω γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι αρχ. 1. δίνω,… … Dictionary of Greek
επεγχέω — ἐπεγχέω και ἐπεγχύνω και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM) 1. χύνω επί πλέον ή πάνω σε κάτι («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα», Αισχύλ.) 2. (απλώς) χύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχέω «χύνω»] … Dictionary of Greek
καταχέω — και επιτ. τ. καταχεύω (Α) 1. χύνω κάτι από πάνω, επιχύνω («κἀδ δὲ οἱ ὕδωρ χεῡαν» [με τμήση], Ομ. Ιλ.) 2. απλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («κορυφήσι Νότος κατέχευεν όμίχλην», Ομ. Ιλ.) 3. μτφ. παρέχω άφθονα, πλουσιοπάροχα («θεσπέσιον πλοῡτον κατέχευε … Dictionary of Greek