-
41 индекс
-а α.1. δείχτης, πίνακας περιεχομένων, κατάλογος•индекс выходящих книг πίνακας εκδιδομένων βιβλίων•
индекс производительности труда δείχτης της παραγωγικότητας της δουλειάς•
индекс цен δείχτης τιμών.
2. δείχτης μαθηματικός. -
42 табель
-я α. κ. παλ. табель-и θ.1. πίνακας• κατάσταση• κατάλογος. || ο σχολικός έλεγχος του μαθητή.2. πίνακας ελέγχου προσέλευσης εργατών στη δουλειά).εκφρ.- календарь – ημερολόγιο-ημεροδείκτης μηνιαίος. -
43 табло
ουδ. άκλ. πίνακας, ταμπλό•сигнальное, световое табло σηματοδοτικός φωτεινός πίνακας.
-
44 πίναξ
A board, plank,πίνακάς τε νεῶν Od.12.67
;εὐγόμφοισιν.. πινάκεσσιν Opp.H.1.194
, cf. πινακηδόν; πίνακος κουρά sawdust, Hsch.: hence of things made of flat wood, metal, etc.,1 drawing- or writing-tablet, = δέλτος, γράψας ἐν π. πτυκτῷ Il.6.169;πίναξιν.. ἐγγεγραμμένα A.Supp. 946
;πινάκων ξεστῶν δέλτοι Ar.Th. 778
;ἐν χρυσῷ π. γράψαντες Pl.Criti. 120c
, cf. R. 501a; of a votive tablet hung on the image of a god, A.Supp. 463, cf. Arist.Pol. 1341a36, IG42(1).121.24(Epid., ivB. C., pl.), Herod.4.19, Str.8.6.15(pl.), etc.; Πίνακες tables or catalogues of authors, name of a work by Callimachus, D.L. 8.86, cf. Ath.6.244a, 13.585b, Suid. s.v. Καλλίμαχος; lists of philosophers, Plu.Sull.26;αἵ τ' ἀναγραφαὶ τῶν π. αἵ τε βυβλιοθῆκαι Phld. Sto.339.13
.2 trencher, platter,κρειῶν πίνακας παρέθηκεν Od.1.141
, cf. 16.49; ἐπ' ἀργυροῦ π. Philippid.9.4;π. χαλκοῦς Ath.4.128d
; salver,πίνακα.. μέγαν, ἔχοντα μικροὺς πέντε πινακίσκους Lync.1.5
, cf. 17,19;πίνακες ὑέλινοι Aët.7.106
.3 board for painting on, picture, Simon.178, Anaxandr.33.2;π. οἱ γραφόμενοι Thphr.HP5.7.4
, cf. IG 11(2).161A75 (Delos, iii B. C.).4 generally, plate with anything drawn or engraved on it, χάλκεος π., of a map, Hdt.5.49, cf. Plu. Thes.1; π. γεωγραφικός, first made by Anaximander, Str.1.1.11.5 board or tablet on which astronomical tables were drawn, ἡ περὶ πίνακα μέθοδος the art of casting nativities, Plu.Rom.12; ἀγυρτικοὶ π. Id.Comp.Arist.Cat.3, cf.πινάκιον 11.3
.b prov., ἐκ πίνακος καὶ πυλαίας, of a trivial fiction, Id.2.386b.6 public notice-board or register,π. ἐκκλησιαστικός D.44.35
, etc.; but δαμόσιος π. public archive, SIG 671A15 (Delph., ii B. C.). -
45 πίναξ
πίναξ, ακος, ὁ (mit pinus verwandt, eigtl. fichtenes Brett), das Brett; Bretterwerk der Schiffe; eine Tafel, auf der man Zeichen einkratzt u. so für Schreibtafel; κρειῶν πίνακας, hölzerne Tafeln, welche die Stelle der Schüsseln vertreten, welche Benennung auch für die späteren irdenen und silbernen blieb; Rechentafel, Zeichnung, Gemälde, weil sie auf hölzerne Tafeln gemacht wurden; Anschlagebrett, etwas bekannt zu machen, Verzeichnis, Landkarte; Inhaltsanzeige, Register; ἡ περὶ τὸν πίνακα μέϑοδος die Astrologie; εἰς ἀγυρτικοὺς κατέβαλε πίνακας ἡ πενία, als Zeichen eines herumziehenden Bettlers -
46 πινακηδόν
πινακηδόν, adv., brettweise, ῥήματα γομφοπαγῆ πιν. ἀποσπῶν, Ar. Ran. 823, der Schol. erkl. ἀποσπῶν τὰ ῥήματα ὥςπερ πίνακας ἀπὸ πλοίων.
-
47 χαρασσω
атт. χᾰράττω1) острить, точить(ἅρπας Hes.; λόγχην Plut.)
2) снабжать зубцами, зазубривать(τὰ σιδήρια καὴ τοὺς πρίονας Arst.)
τὰ ἄκρα κεχαραγμένα Arst. — зазубренные концы;σκύταλον κεχαραγμένον ὄζοις Theocr. — суковатая дубина;ἀκτῖσι χαράσσεσθαι Anth. — испускать лучи3) разрезать, бороздить(ἀρότρῳ χέρσον Anth.)
χαράσσεται πέδον Aesch. — земля дает трещины;κύματα φρικὴ χαρασσόμενα Anth. — подернутые рябью волны;νῶτον χαραχθεῖς Eur. — с исполосованной (бичом) спиной4) med. царапать, ранить(ταύρων στέρνα Anth.)
5) вырезать, начертывать, чертить(τὸ γράμμα τοίχοισι Theocr.; ἔπος ἐπὴ τοίχου Anth.; νόμους εἰς πίνακας Diod.)
6) метить, клеймить(τινὰ στίγμασι Diod.)
7) выбивать, чеканить8) возбуждать, разжигать(τὸ φιλόνεικον Plut.)
9) раздражать, сердить(κεχαραγμένος τινί Her.)
χαράττεσθαί τινί τι Eur. — сердиться на кого-л. за что-л. -
48 баррель
το βαρέλι (μέτρο χωρητικότητας) βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ (πίνακας 11).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > баррель
-
49 ведомость
ο κατάλογοςο πίνακαςτο δελτίοη κατάστασητο μητρώοплатежная - см. расчётная -сводная - η αναφορά/έκθεση της οικονομικής κατάστασης- учёта времени затраченного на погрузку и выгрузку судна - см. тайм -шит ведомствоη διεύθυνση, η υπηρεσίαη αρχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ведомость
-
50 гидрограф
1. (график) το υδρογραφικό διάγραμμα/πίνακας 2. (специальность) о υδρογράφος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидрограф
-
51 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
52 интерьер
1. (арх) η εσωτερική δια-ρύθμιση 2. (жив.) о πίνακας/η εικόνα που παριστάνει τον εσωτερικό χώρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интерьер
-
53 картина
1. тех. η εικόνα, η παράσταση 2. (жив.) о πίνακας-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > картина
-
54 коробка
το κιβώτιο, το κυτίο, разг. το κουτίвводная эл. - εισόδουвходная - (центробежного вентилятора) - εισαγωγής (του φυγόκεντρου ανεμιστήρα)дверная - το πλαίσιο της πόρτας/θύραςкабельная эл. о πίνακας/το κιβώτιο καλωδίωνкингстонная мор. - θαλάσσηςклеммная эл. - επαφώνраспределительная эл. - διανομήςсоединительная - συνδέσεων, συνδετικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коробка
-
55 коррелограмма
το διάγραμμα συσχετισμούο πίνακας συσχετισμούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коррелограмма
-
56 матрица
1. (мащ., полигр.) η μάννα, η μήτρα, το καλούπι 2. мат. о ορθογώνιος πίνακας(των μαθηματικών στοιχείων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > матрица
-
57 мультстанок
кфт. о πίνακας εργασίας του κινηματογράφου κινούμενων σχεδίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мультстанок
-
58 нумератор
1. (тлф.) о πίνακας των ενδείξεων 2. (маркировочное устройство) το μηχάνημα/σύστημα της αρίθμησης/του μαρκαρίσματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нумератор
-
59 панель
1. (строительный элемент) το προκατασκευασμένο μέλος/στοιχείοсборная - стр. το προκατασκευασμένο τοίχωμα (του σκυροδέματος)2. (отделка нижней части стены) η μπορντούρα (του κάτω τμήματος του τοίχου) 3 (тротуар) το πεζοδρόμιο 4. эл. о πίνακας, το ταμπλώ (ξεν.) контрольная (тлф.) - ελέγχουламповая (рад.элн.) - των λυχνιών5. (авто) το πλαισιωμένο επίπεδο 6. (вентиляционная) οι περσίδες εξαερισμού (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > панель
-
60 планшет
1. (геод) ο πίνακας υποτύπωσης 2. (сумка) η τσάντα/θήκη για τους χάρτες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планшет
См. также в других словарях:
πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… … Dictionary of Greek
πίνακας — ο 1. ο μαυροπίνακας του σχολείου. 2. έργο ζωγραφικής. 3. κατάλογος ονομάτων: Πίνακας των προβιβαζόμενων μαθητών. 4. πινακίδα ανακοινώσεων. 5. πλάκα όπου υπάρχουν κουμπιά, χειριστήρια, όργανα: Πίνακας των οργάνων ελέγχου πτήσεως των αεροπλάνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πίνακας ελέγχου — Πίνακας μπροστά στη θέση οδήγησης των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων, στον οποίο είναι συγκεντρωμένα τα όργανα, οι ενδεικτικές λυχνίες και οι μοχλοί χειρισμού ορισμένων δευτερευόντων συστημάτων που αφορούν στην οδήγηση του οχήματος. Ο πίνακας… … Dictionary of Greek
πινακάς — ὁ, Μ [πίναξ, ακος] αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει πινάκια, πιάτα, ο πιατάς … Dictionary of Greek
πίνακας — πίναξ board masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδιαίος πίνακας — Ο δυαδικός πίνακας (μήτρα) ο οποίος είναι τετραγωνικός, διαγώνιος και όλα τα στοιχεία της διαγωνίου του είναι ίσα με την μονάδα και συμβολίζεται με 1, Ι ή Ε. Αν ο πίνακας αυτός είναι διαστάσεων n x n (ο n φυσικός) τα στοιχεία του ij δίνονται από… … Dictionary of Greek
Νιννίου πίνακας — Τετράγωνος πήλινος πίνακας, με δύο παραστάδες και αέτωμα, που βρέθηκε το 1895 σπασμένος σε εννέα κομμάτια, στην αυλή του ιερού της Ελευσίνας. Στις τέσσερις άκρες του έχει ισάριθμες τρύπες, από τις οποίες κρεμόταν σε τοίχο. Πρόκειται για… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικός πίνακας — Κατασκευή που συγκροτείται από διάφορα ηλεκτρικά όργανα (διακόπτες, ηλεκτρικές ασφάλειες, φωτεινούς σηματοδότες, όργανα μέτρησης, συσκευές προστασίας κλπ.) που συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με ένα ηλεκτρικό σχέδιο· προορίζεται προπάντων για τον… … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… … Dictionary of Greek