-
1 πίνακας
ο1) доска (классная); 2) картина, картинка; 3) таблица, список, перечень;πίνακας πολλαπλασιασμού — таблица умножения
-
2 πίνακας
πίναξboard: masc acc pl -
3 πίνακας
[пинакас] ονσ. а. доска, картина.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πίνακας
-
4 πίνακας
[пинакас] ονσ. а. доска, картина. -
5 πίνακας
1) peinture2) table3) tableau -
6 πίνακας
1) stół (m) rzecz.2) tabela (f) rzecz. -
7 πίνακας
1) deska2) přehled3) stolek4) stůl5) tabule6) tabulka -
8 πίνακας
1) indicator2) notice3) sign4) tableΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πίνακας
-
9 πίνακας ζωγραφ.
el quadre -
10 přehled
πίνακας -
11 resim
πίνακας, εικόνα, φωτογραφία -
12 tablo
πίνακας ανακοινώσεων, ταμπλό -
13 таблица
таблица ж о πίνακας; \таблица умножения о πίνακας πολλαπλασιασμού; турнирная \таблицао πίνακας αποτελεσμάτων αγώνων; \таблица выигрышей τα αποτελέσματα κλήρωσης* * *жο πίνακαςтабли́ца умноже́ния — ο πίνακας πολλαπλασιασμού
турни́рная табли́ца — ο πίνακας αποτελεσμάτων αγώνων
табли́ца вы́игрышей — τα αποτελέσματα κλήρωσης
-
14 доска
доска ж 1) το σανίδι, η σανίδα 2) (пластина, плита) ο πίνακας, η πλάκα мрамор ная \доска η μαρμάρινη πλάκα ◇ \доска почёта о πίνακας τιμής классная \доска ο (μαυροπίνα κας* * *ж1) το σανίδι, η σανίδα2) (пластина, плита) ο πίνακας, η πλάκαмра́морная доска́ — η μαρμάρινη πλάκα
••доска́ почёта — ο πίνακας τιμής
кла́ссная доска́ — ο (μαυρο)πίνακας
-
15 доска
доск||аж1. ἡ σανίδα [-ίς], τό σανίδι:дубовые \доскаи τά δρύϊνα σανίδια· толстая \доска τό μαδέρΓ настилать \доскаи σανιδώνω, σανιδώ·2. (пластина, плита) ἡ πλάκα, ὁ πίνακας:мраморная \доска ἡ μαρμάρινη πλάκα· классная \доска ὁ (μαυρο)πίνακας· грифельная \доска ἡ σχολική πλάκα· шахматная \доска ἡ σκακιέρα, ὁ ἄβαξ ζατρι-κίου· распределительная \доска эл. πίνακας διανομής ήλεκτρικοῦ ρεύματος· наборная \доска полигр. ἡ τοπογραφική πλάκα· мемориальная \доска ἡ ἀναμνηστική πλάκα· \доска почета ὁ πίνακας τιμής· ◊ от \доскай до \доскай разг ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος· ставить на одну́ доску βάζω στήν ἰδια μοίρα, βάζω σέ ἰση μοίρα· до гробовой \доскай ὡς τόν τάφο. -
16 доска
-и, αιτ. доску, πλθ. доски, досок, доским θ.1. σανίδα•сосновая доска πεύκινη σανίδα•
дубовая доска δρύινη σανίδα.
2. πλάκα• πίνακας•медная доска χάλκινη πλάκα•
мраморная μαρμάρινη πλάκα•
грифельная ή аспидная доска το αβάκιο ή πλάκα του μαθητή•
классная доска ή μόνο•
доска ο (μαυρο)πίνακας•
шахматная доска σκακιέρα, πεσσευτήριο•
доска почта ή красная доска πίνακας τιμής•
чрная доска μαύρος πίνακας (όπου γράφονται τα ονόματα των υστερούντων ή ενόχων κακής πράξης)•
от -и до -и (για διάβασμα) από την αρχή ως το τέλος (παλιά τα βιβλία αντί χαρτόνι είχαν λεπτή σανίδα)•
как доска αδύνατος, λεπτός, ισχνός, σαν τή βέργα•
наборная доска η τυπογραφική πλάκα.
-
17 доска
1. (деревянная) η σανίδ/α, το σανίδιполовая - του δαπέδου/πατώματος2. (пла-стина, плита) η πλάκαчертёжная - о πίνακας σχεδιάσεων, το σχεδιαστήριο3. маш. η πλάκαнаборная - (по-лигр.) τυπογραφική -, ο σελιδοθέτηςотражательная (громкоговорителя) о σιγαστήρας μεγαφώνου, το χώρισμα των ηχείωνпредохранительная - της ασφαλείας, προστατευτική -трубная - (котла) αυλοφόρος -, ο καθρέπτης του λέβητα4. эл. о πίνακαςключевая (тлф.) - το πληκτρολόγιοτο ταμπλώ (ξεν.)распределительная - с.-х. - διανομής5. мор. η σανίδαтранцевая - (лодки) το έλασμα ή η επιγκενίδα επιπέδου της πρύμνης, разг. η παπαδιά б.(счётная) η πλάκα, ο άβαξο άβακας, το αβάκιο7. (класс-ная) о πίνακας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доска
-
18 таблица
таблиц||аж ὁ πίνακας, ὁ πίναξ:\таблица умножения ὁ Πυθαγόρειος πίνακας· \таблицаы логарифмов οἱ λογαριθμικοί πίνακες· \таблица выигрышей ὁ πίνακας τῶν ἀριθμών πού κέρδισαν. -
19 щит
щитм1. ὁ πίνακας [-αξ], τό ταμπλό (тж. тех.):распределительный \щит эл. ὁ πίνακας διανομής· \щит управления ὁ πίνακας διεύθυνσης·2. (для ограждения, перекрытий) ὁ φράκτης, ὁ φράχτης, τό περίφραγμα/ ὁ ϋδατοφράκτης (шлюза):\щит от снежных заносов φράχτης γιά τό χιόνι·3. (у черепахи и т. п.) τό δστρα-κο[ν]·4. ист. ἡ ἀσπίδα [-ίς]· ◊ поднимать на \щит ἐκθειάζω, προβάλλω. -
20 таблица
-ы θ.πίνακας•таблица роста промышленности πίνακας ανάπτυξης βιομηχανίας•
умножения πίνακας αριθμητικής προπαίδειας•
таблица спряжения глаголов πίνσ.κσ.ς κλίσης των ρημάτων•
математические -ы μαθηματικοί πίνακες.
См. также в других словарях:
πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… … Dictionary of Greek
πίνακας — ο 1. ο μαυροπίνακας του σχολείου. 2. έργο ζωγραφικής. 3. κατάλογος ονομάτων: Πίνακας των προβιβαζόμενων μαθητών. 4. πινακίδα ανακοινώσεων. 5. πλάκα όπου υπάρχουν κουμπιά, χειριστήρια, όργανα: Πίνακας των οργάνων ελέγχου πτήσεως των αεροπλάνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πίνακας ελέγχου — Πίνακας μπροστά στη θέση οδήγησης των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων, στον οποίο είναι συγκεντρωμένα τα όργανα, οι ενδεικτικές λυχνίες και οι μοχλοί χειρισμού ορισμένων δευτερευόντων συστημάτων που αφορούν στην οδήγηση του οχήματος. Ο πίνακας… … Dictionary of Greek
πινακάς — ὁ, Μ [πίναξ, ακος] αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει πινάκια, πιάτα, ο πιατάς … Dictionary of Greek
πίνακας — πίναξ board masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδιαίος πίνακας — Ο δυαδικός πίνακας (μήτρα) ο οποίος είναι τετραγωνικός, διαγώνιος και όλα τα στοιχεία της διαγωνίου του είναι ίσα με την μονάδα και συμβολίζεται με 1, Ι ή Ε. Αν ο πίνακας αυτός είναι διαστάσεων n x n (ο n φυσικός) τα στοιχεία του ij δίνονται από… … Dictionary of Greek
Νιννίου πίνακας — Τετράγωνος πήλινος πίνακας, με δύο παραστάδες και αέτωμα, που βρέθηκε το 1895 σπασμένος σε εννέα κομμάτια, στην αυλή του ιερού της Ελευσίνας. Στις τέσσερις άκρες του έχει ισάριθμες τρύπες, από τις οποίες κρεμόταν σε τοίχο. Πρόκειται για… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικός πίνακας — Κατασκευή που συγκροτείται από διάφορα ηλεκτρικά όργανα (διακόπτες, ηλεκτρικές ασφάλειες, φωτεινούς σηματοδότες, όργανα μέτρησης, συσκευές προστασίας κλπ.) που συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με ένα ηλεκτρικό σχέδιο· προορίζεται προπάντων για τον… … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… … Dictionary of Greek