-
61 пульт
1. тех. о πίνακας 2. (муз) το αναλόγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пульт
-
62 содержание
1. (то, что излагается, изображается, содержимое) τα περιεχόμενα, ο πίνακας των περιεχομένων 2. (наличие вещества в смеси, сплаве и т.п.) η περιεκτικότητα 3. (уход) η συντήρηση, η διατήρηση 4 (денежное вознаграждение за работу, службу) οι αποδοχές, о μισθός 5. (лоп, филос.) η ύπαρξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > содержание
-
63 состав
1. (совокупность частей, предметов, образующих сложное целое) η σύνθεση, η διάρθρωση 2. (определённый анализом) το περιεχόμενο 3. (специальная смесь, раствор, соединение) το μ(ε)ίγμα 4. (поездной) η αμαξοστοιχίαο συρμόςразг. το τρένο5. грам. το σύνολο 6. (коллектива, организации) το προσωπικό 7. (преступления) το σώμα (του εγκλήματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состав
-
64 список
(перечень) о κατάλογ/οςо πίνακας, το ευρετήριοбыть в - ке είμαι/βρίσκομαι στον - οпроверять - ελέγχω/τσεκάρω τον - οсогласовать - εγκρίνω/συμφωνώ τον - οтитульные - ки стр. - κτηρίων γενικής επισκευήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > список
-
65 табель
1. (таблица, список чего-л. в определённом порядке) о πίνακας, ο κατάλογος, η κατάσταση 2. (листок успеваемости учащихся) о έλεγχος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > табель
-
66 таблица
ο πίνακαςистинности (лог.вчт.) - αλήθειαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > таблица
-
67 табло
ο πίνακαςη οθόνη, το ταμπλώ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > табло
-
68 табуляграмма
вчт. о τελικός πίνακας (ως αποτέλεσμα υπολογισμών με αριθμομηχανή/υπολογιστή).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > табуляграмма
-
69 холодоустойчивость
η ανθεκτικότητα σε κρύο/ψύξη-ый ανθεκτικός σε κρύο/ψύхолст 1. (ткань) το πανίτο λινόπανο2. (картина) о πίνακας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > холодоустойчивость
-
70 шкала
η κλίμακαη κλίμαξο πίνακας ένδειξης- температурная международная практическая Διεθνής πρακτική θερμομετρική - (IPTS)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шкала
-
71 щит
1. (управления) о πίνακαςглавный распределительный (ГРЩ) - эл. κύριος - διανομής2. (защитное устройство) το σανί-δωμα 3. геол., ист. η ασπίς, η ασπίδα 4. аст. (созвездие) η Ασπίς (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > щит
-
72 алфавитный
алфавит||ныйприл ἀλφαβητικός:\алфавитныйный указатель ἀλφαβητικός πίνακας τῶν περιεχομένων', τό εὐρετήριο; в \алфавитныйном порядке κατ; ἀλφαβητική σειρά. -
73 ведомость
ведомост||ьж1. ὁ κατάλογος, ἡ κατάσταση, ὁ πίνακας, τό κατάστιχοΜ:\ведомость на зарплату ἡ κατάσταση μισθοδοσίας·2. \ведомостьи мн. (название печатного издания) τά χρονικό. -
74 индекс
индексм1. (указатель) ὁ δείχτης, ὁ πίνακας, ὁ πίναξ:\индекс цен ὁ δείχτης τῶν τιμών2. мат ὁ δείκτης, τό σημείο[ν]. -
75 классный
классн||ыйприл τής τάξεως [-ης]:\классныйая комната ἡ αίθουσα παραδόσεων, ἡ τάξη· \классныйая доска ὁ πίνακας. -
76 кур'совой
кур'сов||ойприл1. эк. των τιμῶν, των ἀξιῶν:\кур'совойая таблица τό δελτίο (или ὁ πίνακας) τῶν τιμών τοῦ χρηματιστηρίου·2. (учебный):\кур'совой проект ἐτήσια φοιτητική ἐργασία στό σχέδιο· \кур'совойая работа ἐτήσια φοιτητική διατριβή. -
77 логарифм
логарифмм мат ὁ λογάριθμος:таблица \логарифмов ὁ λογαριθμικός πίνακας [-αξ]. -
78 мазня
мазняж разг τό πασάλειμμα, ὁ κακός ζωγραφικός πίνακας. -
79 масло
масл||ос1. (растительное, минеральное) τό λάδι, τό ἔλαιον:оливковое \масло τό ληόλαδο, τό ἐλαιόλαδο· подсолнечное \масло τό σπορέλαιο[ν]· пальмовое \масло τό φοινι-κόλαδο, τό φοινικέλαιον миндальное \масло τό ἀμυγδαλόλαδο, τό ἀμυγδέλαιο[ν]· ореховое \масло τό καρυδέλαιο[ν]· розовое \масло τό ροδέλαιο[ν]· машинное \масло τό λαδί τής μηχανής, τό μηχανέλαιο, τό γράσο· эфирные \маслоа αἰθέρια ἐλαία·2. (коровье) τό βούτυρο[ν]:сливочное \масло τό φρέσκο βούτυρο· сбивать \масло κτυπώ (или δέρνω) τό γάλα· топленое \масло τό λυωμένο (или тб μαγειρικό) βούτυρο·3. жив. τό λάδι:писать \маслоом ἐλαιογραφώ, ζωγραφίζω μέ λάδι· картина, написанная \маслоом ἡ ἐλαιογραφία (или ὁ πίνακας) ζωγραφισμένος μέ λάδι, τό λάδι· ◊ подливать \маслоλ в огонь разг χύνω λάδι στή φωτιά· кататься как сыр в \маслое разг περνώ ζωή καί κότα, περνώ κοτσάνι· все идет как по \маслоу разг ἡ δουλειά πάει καλά, ἡ δουλειά πάει φίνα. -
80 полотно
полотн||о́с1. ἡ ὀθόνη, τό πανί:суровое \полотно τό ἀλεύκαντο πανί· камчатное, узорчатое \полотно ὑφασμα λινόν, δαμασκηνό[ν]· льняное \полотно τό λινό· штапельное \полотно στα·· μπατο πανί· шелковое \полотно τό μεταξωτό ὑφασμα· бледный как \полотно ὠχρός σάν τό κερί·2. ж.-д. ἡ σιδηροδρομική γραμμή·3. тех.:\полотно пилы ἡ λάμα τοῦ πριονιοῦ·4. жив. ὁ πίνακας.
См. также в других словарях:
πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… … Dictionary of Greek
πίνακας — ο 1. ο μαυροπίνακας του σχολείου. 2. έργο ζωγραφικής. 3. κατάλογος ονομάτων: Πίνακας των προβιβαζόμενων μαθητών. 4. πινακίδα ανακοινώσεων. 5. πλάκα όπου υπάρχουν κουμπιά, χειριστήρια, όργανα: Πίνακας των οργάνων ελέγχου πτήσεως των αεροπλάνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πίνακας ελέγχου — Πίνακας μπροστά στη θέση οδήγησης των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων, στον οποίο είναι συγκεντρωμένα τα όργανα, οι ενδεικτικές λυχνίες και οι μοχλοί χειρισμού ορισμένων δευτερευόντων συστημάτων που αφορούν στην οδήγηση του οχήματος. Ο πίνακας… … Dictionary of Greek
πινακάς — ὁ, Μ [πίναξ, ακος] αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει πινάκια, πιάτα, ο πιατάς … Dictionary of Greek
πίνακας — πίναξ board masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδιαίος πίνακας — Ο δυαδικός πίνακας (μήτρα) ο οποίος είναι τετραγωνικός, διαγώνιος και όλα τα στοιχεία της διαγωνίου του είναι ίσα με την μονάδα και συμβολίζεται με 1, Ι ή Ε. Αν ο πίνακας αυτός είναι διαστάσεων n x n (ο n φυσικός) τα στοιχεία του ij δίνονται από… … Dictionary of Greek
Νιννίου πίνακας — Τετράγωνος πήλινος πίνακας, με δύο παραστάδες και αέτωμα, που βρέθηκε το 1895 σπασμένος σε εννέα κομμάτια, στην αυλή του ιερού της Ελευσίνας. Στις τέσσερις άκρες του έχει ισάριθμες τρύπες, από τις οποίες κρεμόταν σε τοίχο. Πρόκειται για… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικός πίνακας — Κατασκευή που συγκροτείται από διάφορα ηλεκτρικά όργανα (διακόπτες, ηλεκτρικές ασφάλειες, φωτεινούς σηματοδότες, όργανα μέτρησης, συσκευές προστασίας κλπ.) που συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με ένα ηλεκτρικό σχέδιο· προορίζεται προπάντων για τον… … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… … Dictionary of Greek