-
1 παγ-
в сложн. словах (перед начальными γ, κ, χ основного слова) = παν- -
2 παν-
(παγ\\, παμ-) первая часть сложных слов, означ.1) охватывающий всех, распространяющийся на всех, на всё: πανελλήνιος, πανσοβιετικός; 2) высшую степень чего-л.: πανάρχαιος, πανευδαίμων -
3 παγγελοιος
-
4 παγγενετειρα
-
5 παγγλυκερος
-
6 παγγλωσσια
-
7 παγκαινιστος
-
8 παγκακος
21) наихудший, ужасный(ἦμαρ Hes.; ἄνθρωπος Plat., Plut.; παῖδες Arst.)
ὦ παγκάκιστε! Soph. — негоднейший человек!2) чрезвычайно вредный(τοῖς φυτοῖς Plat.)
-
9 παγκακως
(κᾰ) крайне плохо, ужасно(π. τεθνάναι Eur.)
δόμοις τοῖσδε π. ἔχει Aesch. — в этом доме ужасное несчастье;π. ὀλέσθαι Aesch. — подвергнуться страшному разрушению -
10 παγκαλος
2 и 3чрезвычайно красивый, прекрасный(ἀγάλματα, ἵπποι, παιδιά Plat.; χεῖρες Arph.; κύων Plut.)
-
11 παγκαλως
(κᾰ) прекрасно, отлично(λέγειν Plat.; νομοθετῆσαι Plut.)
π. ἔχειν τινί Plat. — быть превосходным (удобным) для чего-л. -
12 παγκαρπια
-
13 παγκαρπος
21) изобилующий всякими плодами(χθών Pind.)
2) сплошь покрытый плодами(δάφνη Soph.)
3) состоящий из всяких плодов(θύματα Soph.)
π. γονή Plat. — урожай всевозможных плодов4) словно состоящий из всевозможных плодов(ἀοιδή Anth.)
-
14 παγκαταπυγων
-
15 παγκαταρατος
-
16 παγκευθης
-
17 παγκλαυστος
-
18 παγκληρια
-
19 παγκληρος
-
20 παγκοινος
21) общий для всех, доступный всем(χώρα Pind.; Ἐλευσινίας Δηοῦς κόλποι Soph.)
2) присущий всем, всеобщий3) предназначенный для всех, всем предстоящий(θεοῦ μάστιξ π. Aesch.; Ἅιδᾱ π. λίμνη Soph.)
4) весь, целыйπ. στάσις Aesch. — вся толпа
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
ισχιοπαγής — ές διπλό τέρας που αποτελείται από δύο άτομα ενωμένα στην υπογάστρια χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ischiopage < ischio (πρβλ. ισχίον) + page (πρβλ. παγ ής < θ. παγ τού ρ. πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε πάγ ην)] … Dictionary of Greek
ινοπαγής — ές αυτός που αποτελείται από ίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίνα + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, τού ρ. πήγνυμι), πρβλ. προσωπο παγής, σιδηρο παγής] … Dictionary of Greek
ισοπαγής — ἰσοπαγής, ές (Α) (για χορδές) ισοπαχής, ίσου πάχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παγής < θ. παγ (πρβλ. ε πάγ ην τού πήγνυμι*), πρβλ. μεσο παγής, χρυσο παγής] … Dictionary of Greek
ιχθυπαγής — ἰχθυπαγής, ές (Α) αυτός που μπήγεται ή που είναι μπηγμένος μέσα στο ψάρι («ἰχθυπαγῆ ἀγκίστρων στόματα», Θεαίτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + παγής (< θ. παγ , πρβλ. αόρ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. σαρκο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek
κηροπαγής — κηροπαγής, ές (Α) 1. συναρμοσμένος, στερεωμένος, κολλημένος με κερί 2. κατασκευασμένος με κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε πάγ ην), πρβλ. δορυ παγής, προσωπο παγής] … Dictionary of Greek
κραταιπαγής — κραταιπαγής, ές (Α) συμπαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού ρ. πήγνυμι), πρβλ. προσωπο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek
κρουσταλλόπαγος — ο πάγος διαυγής, ολοκάθαρος και σκληρός σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρούσταλλο + πάγος (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, παθ. αόρ. τού πήγνυμι)] … Dictionary of Greek
κρυμοπαγής — κρυμοπαγής, ές (Α) αυτός που παγώνει με το δικό του ψύχος («κρυμοπαγής Βορέης», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, παθ. αόρ. τού πήγνυμι), πρβλ. γυιο παγής, δροσο παγής] … Dictionary of Greek
μεσοπαγής — και επικ. τ. μεσσοπαγής, ές (Α) αυτός που είναι μπηγμένος, χωμένος μέχρι τη μέση («μεσσοπαγὲς δ ἄρ ἔθηκε κατ ὄχθης μείλινον ἔγχος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * παγής(< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. δροσο παγής, χρυσο παγής… … Dictionary of Greek
μετριοπαγής — μετριοπαγής, ές (Α) αυτός που έχει παγώσει μετρίως, που δεν έχει παγώσει τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. δροσο παγής, χρυσο παγής] … Dictionary of Greek