-
1 παγγλυκερος
См. также в других словарях:
παγγλυκερός — παγγλυκερός, ά, όν (Α) ο υπερβολικά γλυκύς, γλυκύτατος, ποθεινός, περιπόθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γλυκερός, με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ ] … Dictionary of Greek
1 παγγλυκερος
παγγλυκερός — παγγλυκερός, ά, όν (Α) ο υπερβολικά γλυκύς, γλυκύτατος, ποθεινός, περιπόθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γλυκερός, με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ ] … Dictionary of Greek