Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πάγ-κλαυστος

См. также в других словарях:

  • πολύκλαυστος — και πολύκλαυτος, η, ο / πολύκλαυστος και πολύκλαυτος, ον, ΝΜΑ 1. (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, πολυθρήνητος αρχ. 1. αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», επιγρ.) 2. φρ. α) «πολύκλαυστα… …   Dictionary of Greek

  • μυριόκλαυστος — μυριόκλαυστος, ον (Α) αυτός που έχει θρηνηθεί ατελείωτα, επί πολύ χρόνο, πολλές φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + κλαυστος (< κλαίω), πρβλ. πάγ κλαυστος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»