Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παγγενέτειρα

См. также в других словарях:

  • παγγενέτειρα — father of all fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγγενέτης — παγγενέτης, ὁ, θηλ. παγγενέτειρα και παγγενήτειρα (Α) ο γενέτης όλων, ο δημιουργός πάντων («Ζεύς παγγενέτης», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γενέτης, με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»