-
1 παγγενετειρα
См. также в других словарях:
παγγενέτειρα — father of all fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγγενέτης — παγγενέτης, ὁ, θηλ. παγγενέτειρα και παγγενήτειρα (Α) ο γενέτης όλων, ο δημιουργός πάντων («Ζεύς παγγενέτης», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γενέτης, με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ ] … Dictionary of Greek