-
1 παγκαταρατος
См. также в других словарях:
παγκατάρατος — παγκατάρατος, ον (Α) τρισκατάρατος, μισητότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κατάρατος] … Dictionary of Greek
παγκατάρατος — all accursed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκαταράτου — παγκατάρατος all accursed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκατάρατε — παγκατάρατος all accursed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek