Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παγκατάρατος

См. также в других словарях:

  • παγκατάρατος — παγκατάρατος, ον (Α) τρισκατάρατος, μισητότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κατάρατος] …   Dictionary of Greek

  • παγκατάρατος — all accursed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκαταράτου — παγκατάρατος all accursed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκατάρατε — παγκατάρατος all accursed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»