-
1 παγκαρπια
-
2 παγκαρπεια
ἡ Eur. = παγκαρπία См. παγκαρπια
См. также в других словарях:
παγκαρπία — παγκαρπίᾱ , παγκαρπία sweet cake fem nom/voc/acc dual παγκαρπίᾱ , παγκαρπία sweet cake fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκαρπίᾳ — παγκαρπίᾱͅ , παγκαρπία sweet cake fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκαρπίας — παγκαρπίᾱς , παγκαρπία sweet cake fem acc pl παγκαρπίᾱς , παγκαρπία sweet cake fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκαρπίαν — παγκαρπίᾱν , παγκαρπία sweet cake fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκάρπεια — ή παγκαρπία, ἡ (ΑΜ) [πάγκαρπος] 1. μίγμα διαφόρων καρπών που προσφερόταν ως άπυρη θυσία 2. (γενικά) καρποί κάθε είδους αρχ. 1. στην Αλεξάνδρεια) είδος πίτας 2. φρ. «παγκαρπία μελιττούτα» μίγμα διαφόρων καρπών με μέλι … Dictionary of Greek
Anthestéries — Œnochoé des Anthestéries, v. 430 390 av. J. C., musée du Louvre. Les Anthestéries (en grec ancien Ἀνθεστήρια / Anthestếria, de … Wikipédia en Français
ԱՄԵՆԱՊՏՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0066 Chronological Sequence: 8c գ. παγκαρπία omnis generis fructus, fertilitas Առատ պտղաբերութիւն. բերք ամենայն պտղոց. առատութիւն. *Նռնենիքն զամենապտղութիւնս ոմանս ծառոցն բուսուցանեն: Ամենապտղութեան իմն փափկութիւն յամենայն ազգէ ծառոցն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)