-
1 ιόεις
-
2 ἰόεις
-
3 ἰόεις
A violet-coloured, dark,ἰόεντα σίδηρον Il.23.850
, cf. Phoronis Fr.2, Q.S.6.48;ἰόεντα θάλασσαν Nic.Al. 171
. -
4 ἰόεις
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἰόεις
-
5 ιόεντα
-
6 ἰόεντα
-
7 ιοέσσης
-
8 ἰοέσσης
-
9 ιόεντας
-
10 ἰόεντας
-
11 ιόεντι
-
12 ἰόεντι
-
13 ιόεσσα
-
14 ἰόεσσα
-
15 ιόεσσαν
-
16 ἰόεσσαν
-
17 λειριόεις
A like a lily, but in Hom. only metaph., χρόα λειριόεντα lily skin, Il.13.830; of the cicadae, ὄπα λειριόεσσαν their delicate voice, 3.152; of the Muses' voice, Hes.Th.41;Ἑσπερίδες Q.S.2.418
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειριόεις
-
18 σίδηρος
σίδηρος [pron. full] [ῐ], [dialect] Dor. [full] σίδᾱρος IG42(1).102.61 (Epid., iv B.C.), etc.: ὁ; also ἡ, Nic.Th. 923: neut. [full] σίδηρον, τό, Sch.D Il.4.151, v.l. in Hdt.7.65 and Daimachus 4J. (but prob.A f.l. for σιδήριον in Gal.19.72, cf. Hsch. s.v. Ἀκίς): pl.σίδηρα Aret.SD2.12
, EM26.36, Tz. (v. infr.): — iron,σ. πολιός Il.9.366
, Od.24.168;ἰόεις Il.23.850
; ;αἴθων Il.4.485
, al.;πολύκμητος 6.48
, al., cf. Od.9.393; as an article of traffic,οἰνίζοντο.. Ἀχαιοί, ἄλλοι μὲν χαλκῷ, ἄλλοι δ' αἴθωνι σ. Il.7.473
;πλέων.. μετὰ χαλκόν· ἄγω δ' αἴθωνα σίδηρον Od.1.184
; χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σ., of treasures, Il.11.133, al.; as a prize, 23.261, 850; Σκύθης σ., because brought from the Euxine, A. Th. 818; ὁ πόντιος ξεῖνος.. θηκτὸς σ. ib. 942 (lyr.).2 freq. as a symbol of hardness (cf.σιδήρεος 1.2
), or of stubborn force, Il.20.372, Od.19.494; ὀφθαλμοὶ ὡσεὶ κέρα ἕστασαν ἠὲ ς. ib. 211;οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σ. Il.4.510
;ἐκ σ. κεχάλκευται.. καρδίαν Pi.Fr.123.4
, cf. S. Fr. 658;ἦσθα πέτρος ἢ σ. E.Med. 1279
(lyr.), cf. Pl.Lg. 666c; also of firmness, steadfastness, πέτρης ὅ γ' ἔχων νόον ἠὲ ς. Mosch.4.44, cf. Ach.Tat.5.22.II anything made of iron, iron tool or implement, for husbandry, Il.4.485, cf. 23.834: also of weapons, arrow-head, 4.123; sword or knife, 18.34, 23.30;αὐτὸς γὰρ ἐφέλκεται ἄνδρα σ. Od. 16.294
, cf. E.Or. 966 (lyr.); axe-head, Od.19.587: generally, arms,οἱ Ἀθηναῖοι σ. κατέθεντο Th.1.6
; (Galatia, i B.C.): also, knife, sickle, Hes.Op. 387: pl., fishing-hooks, Theoc.21.49; irons, fetters, Aret.SD2.12, Tz.H.13.302; cf. σιδήριον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σίδηρος
-
19 τειχιόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τειχιόεις
-
20 ἁλμήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλμήεις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἰόεις — violet coloured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιόεις — (I) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ίον] αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιώδης*, σκοτεινόχρωμος, μαύρος («ἰόεντα σίδηρον», Ομ. Ιλ.). (II) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ιός (III)] ιοειδής* (II), αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός,… … Dictionary of Greek
ἰόεντα — ἰόεις violet coloured neut nom/voc/acc pl ἰόεις violet coloured masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰοέσσης — ἰόεις violet coloured fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰόεντας — ἰόεις violet coloured masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰόεντι — ἰόεις violet coloured masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰόεσσα — ἰόεις violet coloured fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰόεσσαν — ἰόεις violet coloured fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκιόεις — εσσα, εν, Α καλυμμένος με φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. ι όεις (βλ. λ. όεις) αντί τού αναμενόμενου *φυκ όεις για μετρικούς λόγους (πρβλ. τειχ ιόεις*: τεῖχος, τερμ ιόεις*: πιθ. τέρμα] … Dictionary of Greek
ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… … Dictionary of Greek
ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα … Dictionary of Greek