-
1 κυρτοειδής
κυρτο-ειδής, ές, Astrol., of signs under which2 of the moon, ἐξ ἀμφοτέρων -ειδής, = ἀμφίκυρτος, Paul. Al.G.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρτοειδής
См. также в других словарях:
τοξοειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει σχήμα τόξου νεοελλ. 1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών ή στοιχείων (α. «τοξοειδείς αρτηρίες» β. «τοξοειδείς ίνες») 2. το ουδ. ως ουσ. το τοξοειδές βιολ. βακτηριακό δηλητήριο το οποίο δεν είναι πλέον… … Dictionary of Greek