-
1 οιωνος
ὅ1) птица, преимущ. хищная2) вещая птица(οὔ τοι ἄνευ θεοῦ ἔπτατο δεξιὸς ὄρνις ἔγνων γάρ μιν ἐς ἄντα ἰδὼν οἰωνὸν ἐόντα Hom.)
3) предзнаменованиеοἱ ἐπ΄ οἰωνοῖς ἱερεῖς Plut. — птицегадатели; -
2 οιωνός
ο примета; признак; предвестник; предзнаменование;καλός οιωνός — хорошая примета, хороший признак;
§ αίσιος οιωνός — хорошее предзнаменование
-
3 οιωνός
[ионос] ουσ α предзнаменование. -
4 οιωνο-
-
5 ορνις
ὅ и ἥ ( в двухсложных формах ῐ и ῑ, в трехсложных - ῑ)(gen. ὄρνῑθος - дор. ὄρνῑχος, dat. ὄρνιτι, acc. ὄρνῑθα и ὄρνιν - дор. ὄρνιχα; pl.: ὄρνῑθες и ὄρνεις - дор. ὄρνιχες, gen. ὄρνεων - дор. ὀρνίχων, dat. ὄρνισι - дор. ὄρνιξιν и ὀρνίχεσσι, acc. ὄρνιθας, ὄρνεις и ὄρνις)
1) птицаὄ. αἰγυπιός Hom. — коршун;
κύκνος ὄ. Eur. — лебедь;ὀρνίθων γάλα Luc. — птичье молоко, т.е. небывалое счастье;Μοισᾶν ὄρνιχες Theocr., — птицы Муз, т.е. поэты;2) (= οἰωνός См. οιωνος) вещая птицаδεξιὸς ὄ. Hom. — птица, предвещающая успех;
ἀριστερὸς ὄ. Hom. — зловещая птица3) знамение, предзнаменование, примета -
6 δυσορνις
- ῑθος adj.1) предвещающий беду, зловещий(οἰωνός Eur.)
2) отмеченный дурными предзнаменованиями, роковой(ξυναυλία δορός Aesch.; ὑπατικαὴ ψηφοφορίαι Plut.)
-
7 επιπονος
21) трудовой, полный труда(βίος Lys., Xen., Plut.)
2) трудный, мучительный(ἡμέραι Soph.; πάθος Eur.; μαθήσεις καὴ μελέται Xen., ὠδίς Arst.)
3) тягостный, тяжелый(φυλακή Thuc.; ἐ. γῆρας Plat.)
ἐπίπονόν ἐστι τέν δύσκλειαν ἀφανίσαι Thuc. — трудно смыть позор4) трудолюбивый, трудящийся(ἀνήρ Arph., Plat.; ἄνθρωπος Plut.)
5) зловещий, предвещающий страдания(οἰωνός Xen.). - см. тж. ἐπίπονον
-
8 ιδιωτικος
31) частный, принадлежащий частному лицу(σῖτος Her.; τριήρης Dem.; χωρία Arst.; βίος Plut.)
2) частный, личный(σύγγραμμα Plat.)
3) простой, обыкновенныйοἰωνὸς οὐκ ἰ. καὴ ἔνδοξος Xen. — знамение незаурядное и предвещающее славу
4) простонародный(γλῶττα Arst.)
ἐν ἰδιωτικῷ σχῆματι Plat. — в одежде простолюдина5) простой, неискусный(παράδειγμα Plat.)
6) неученый, неумелый, грубый(ἀνήρ, πρᾶγμα Plat.; ῥήτορες Arst.)
-
9 πτερυγωκης
-
10 πτηνος
-
11 ταναοδειρος
-
12 τετρασκελης
21) четвероногий(οἰωνός Aesch.; μόσχος Eur.)
χέρσου τ. γονή Soph. — сухопутные четвероногие2) свойственный четвероногим (кентаврам)(ὕβρισμα Eur.)
τ. πόλεμος Eur. — война с кентаврами -
13 χρηματιστικος
-
14 αίσιος
ία, ον благополучный; благоприятный; успешный, удачный;αίσιος οιωνός — счастливое предзнаменование;
τό νέον έτος αίσιον και ευτυχές — с новым годом, с новым счастьем
-
15 απαίσιος
-
16 κακός
η и ιά, ό[ν]1) плохой, дурной, скверный (в рази, знач);κακή τροφή — плохое питание;
κακός καιρός — скверная погода;
κακός μαθητής — плохой ученик;
κακή συνήθεια — плохая, вредная привычка;
κακή μοίρα — злая судьба;
κακή χρονιά — тяжёлый, трудный год;
κακή ώρα — злая година, недобрый час;
είναι κακό πράγμα να... — нехорошо...;
2) злой; злобный;κακό σκυλί — злая собака;
3) зловещий, предвещающий недоброе;κακός οιωνός — дурное предзнаменование;
κακο σημάδι — зловещий признак; — дурная примета;
κακή αρρώστ(ε)ια — опасная, смертельная болезнь;
§ κακό μάη — дурной глаз;
κακός λόγος — оскорбление; — ругательство;
κακά λόγια — сквернословие;
κακή γλώσσα — грязный язык;
κακές γλώσσες — злые языки;
κακό σπυρί — сибирская язва;
τον κακό σου (τον καιρό)! — или κακό χρόνο *ς! — будь проклят!;
κακήν κακως — грубо, бесцеремонно
См. также в других словарях:
Οἰωνός — a large bird masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνός — a large bird masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… … Dictionary of Greek
οιωνός — ο 1. στους αρχαίους, όρνιο, πτηνό, από το πέταγμα του οποίου ή τους κρωγμούς του μάντευαν το μέλλον. 2. σημάδι προφητικό. 3. κάθε σημείο από το οποίο γίνεται πρόγνωση για το μέλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Οἰωνοῖο — Οἰωνός a large bird masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνοῖο — οἰωνός a large bird masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἰωνοῖς — Οἰωνός a large bird masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνοῖς — οἰωνός a large bird masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἰωνοῖσι — Οἰωνός a large bird masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνοῖσι — οἰωνός a large bird masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἰωνοῖσιν — Οἰωνός a large bird masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)