Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ταναόδειρος

См. также в других словарях:

  • ταναόδειρος — ον, Α αυτός που έχει επιμήκη, μακρύ λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταναός* «επιμήκης» + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ δειρος] …   Dictionary of Greek

  • ταναοδείρων — ταναόδειρος long necked masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναόδειρα — ταναόδειρος long necked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»