-
1 ταναοδειρος
См. также в других словарях:
ταναόδειρος — ον, Α αυτός που έχει επιμήκη, μακρύ λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταναός* «επιμήκης» + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ δειρος] … Dictionary of Greek
ταναοδείρων — ταναόδειρος long necked masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταναόδειρα — ταναόδειρος long necked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)