-
1 δυσορνις
- ῑθος adj.1) предвещающий беду, зловещий(οἰωνός Eur.)
2) отмеченный дурными предзнаменованиями, роковой(ξυναυλία δορός Aesch.; ὑπατικαὴ ψηφοφορίαι Plut.)
См. также в других словарях:
πάρορνις — όρνιθος, ὁ, ἡ, Α δυσοίωνος («ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους τιθέντες», Αισχύλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὄρνις (πρβλ. δύσ ορνις)] … Dictionary of Greek