Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἰνάς

См. также в других словарях:

  • οινάς — οἰνάς, άδος, ἡ (ΑΜ) είδος άγριου περιστεριού με φτέρωμα ερυθρωπό σαν τών ώριμων σταφυλιών αρχ. 1. η άμπελος, το κλήμα 2. το κρασί, ο οίνος («ἢ ἀπὸ βάκχης ἢ ἀπὸ μυρτίνης ὁτὲ μυρτίδας οἰνάδι βάλλων», Νίκ.) 3. ως επίθ. αυτὸς που περιέχει κρασί,… …   Dictionary of Greek

  • οἰνάς — the vine fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴνας — οἴνᾱς , οἴνη the vine fem acc pl οἴνᾱς , οἴνη the vine fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνάδα — οἰνάς the vine fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνάδας — οἰνάς the vine fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνάδες — οἰνάς the vine fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνάδι — οἰνάς the vine fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνάδος — οἰνάς the vine fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνάσιν — οἰνάς the vine fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίνη — (I) οἴνη, δωρ. τ. οἴνα, ἡ (Α) 1. η άμπελος («oἱ δ ἐτρύγων οἴνας, δρεπάνας ἐν χερσίν ἔχοντες», Ησίοδ.) 2. οίνος, κρασί («οἴνης σκύφον προτείνων», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος, κατά τα θηλ. σε η]. (II) οἴνη, ἡ (Α) 1. ο αριθμός ένα στα ζάρια, ο… …   Dictionary of Greek

  • COLUMBA — I. COLUMBA Ordo militaris a Iohanne I. Castellae Rege institutus, A. C. 1379. Segoviae. Alii hoc filio eius Henrico III. A. C. 1399. tribuunt. columba ordinis insigne, qui minime diuturnus fuit. Favinus, l. 6. p. 1229. II. COLUMBA Veneris apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»