-
1 νωτ'
νῶτα, νῶτονback: neut nom /voc /acc plνῶτε, νῶτονback: masc voc sgνῶτε, νῶτοςback: masc voc sg -
2 νῶτ'
νῶτα, νῶτονback: neut nom /voc /acc plνῶτε, νῶτονback: masc voc sgνῶτε, νῶτοςback: masc voc sg -
3 νωτ-αγωγός
νωτ-αγωγός, auf dem Rücken führend, tragend, Sp.
-
4 νωτ-αγωγέω
νωτ-αγωγέω, auf dem Rücken führen, tragen, Ath. VI, 258 b.
-
5 νωτ-άρης
-
6 νωτ-άκμων
-
7 νωτάκμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νωτάκμων
-
8 νωτάρης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νωτάρης
-
9 νωταῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νωταῖος
-
10 νωτεύς
-
11 νωτηγός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νωτηγός
-
12 νωτιάς
-
13 νωτιαῖος
A spinal, ν. ἄρθρα the spinal vertebrae, E.El. 841 ;ν. μυελός Hp.Aph. 5.18
, Pl.Ti. 74a ; ὁ ν., without μυελός, Hp.Art.45 ;ν. ἄκανθα Diog.
Apoll.6.2 λεπὶς ν. back-plate, Ph.Bel.63.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νωτιαῖος
-
14 νωτιδανός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νωτιδανός
-
15 νωτίζω
A turn one's back,οἱ δὲ.. πρὸς φυγὴν ἐνώτισαν
turned their backs and fled,E.
Andr. 1141 : c. acc. cogn., : abs.,νωτίσας θυέτω IPE2.342
([place name] Phanagoria).IV [voice] Med., carry on the back,Hsch.
-
16 νώτιος
Aν. σπόνδυλοι Ti.Locr. 100a
. -
17 νώτισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νώτισμα
-
18 νωταγωγέω
νωτ-αγωγέω, auf dem Rücken führen, tragen -
19 νωταγωγός
νωτ-αγωγός, auf dem Rücken führend, tragend -
20 νωτάκμων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νῶτ' — νῶτα , νῶτον back neut nom/voc/acc pl νῶτε , νῶτον back masc voc sg νῶτε , νῶτος back masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλιαίος — α, ο (Α κοτυλιαίος, αία, ον και κοτυλιεῑος, εία, ον) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοτύλη τού ιερού οστού (κοτυλιαίος δακτύλιος») αρχ. αυτός που περιέχει μια κοτύλη, ίσος με μια κοτύλη («τὸ δὲ περιαγόμενον ποτήριον οὐ μεῑζον ἦν… … Dictionary of Greek
κρηπιδιαίος — κρηπιδιαῑος, αία, ον (Α) επιγρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρηπίδα, σε θεμέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. νωτ ιαίος, ραχ ιαίος)] … Dictionary of Greek
λειμματιαίος — λειμματιαῑος, αία, ον (Α) (στη μουσ.) αυτός που έχει σχέση με το λείμμα, τη μικρότερη μουσική υποδιαίρεση ή μονάδα τών μουσικών τόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖμμα, ατος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. νωτ ιαίος, ωρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
λεοντιαίος — λεοντιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που μοιάζει με λιοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, οντος + επίθημα ιαῖος (πρβλ. μηρ ιαίος, νωτ ιαίος)] … Dictionary of Greek
μηριαίος — α, ο (Α μηριαῑος, α, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς νεοελλ. φρ. α) «μηριαία αρτηρία» ανατ. η βασική αρτηρία για την αιμάτωση τών στοιχείων τού μηρού β) «μηριαία φλέβα» ανατ. το βασικό απαγωγό αιμοφόρο αγγείο τού μηρού… … Dictionary of Greek
νοτιαίος — νοτιαῑος, αία, ον (ΑΜ) αυτός που βρίσκεται στον νότο, νότιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. νεφρ ιαίος, νωτ ιαίος)] … Dictionary of Greek
νυκτιαίος — νυκτιαῑος, ὁ (Α) φρ. «νυκτιαῑος δρόμος» πορεία κατά τη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. νωτ ιαίος)] … Dictionary of Greek
παραθηκάρης — ὁ, Μ αυτός που φυλάσσει την παραθήκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραθήκη + κατάλ. άρης (πρβλ. νωτ άρης)] … Dictionary of Greek
πελματιαίος — α, ο ανατ. ο σχετικός με το πέλμα (α. «πελματιαία απονεύρωση» β. «πελματιαία αρτηρία» γ. «πελματιαίος μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλμα, ατος + κατάλ. ιαίος (πρβλ. νωτ ιαίος). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο] … Dictionary of Greek
περιμυελιαίος — α, ο, Ν περιμυελικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μυελός + κατάλ. ιαίος (πρβλ. νωτ ιαίος)] … Dictionary of Greek