-
1 νωτακμων
См. также в других словарях:
νῶτ' — νῶτα , νῶτον back neut nom/voc/acc pl νῶτε , νῶτον back masc voc sg νῶτε , νῶτος back masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλιαίος — α, ο (Α κοτυλιαίος, αία, ον και κοτυλιεῑος, εία, ον) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοτύλη τού ιερού οστού (κοτυλιαίος δακτύλιος») αρχ. αυτός που περιέχει μια κοτύλη, ίσος με μια κοτύλη («τὸ δὲ περιαγόμενον ποτήριον οὐ μεῑζον ἦν… … Dictionary of Greek
κρηπιδιαίος — κρηπιδιαῑος, αία, ον (Α) επιγρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρηπίδα, σε θεμέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. νωτ ιαίος, ραχ ιαίος)] … Dictionary of Greek
λειμματιαίος — λειμματιαῑος, αία, ον (Α) (στη μουσ.) αυτός που έχει σχέση με το λείμμα, τη μικρότερη μουσική υποδιαίρεση ή μονάδα τών μουσικών τόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖμμα, ατος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. νωτ ιαίος, ωρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
λεοντιαίος — λεοντιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που μοιάζει με λιοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, οντος + επίθημα ιαῖος (πρβλ. μηρ ιαίος, νωτ ιαίος)] … Dictionary of Greek
μηριαίος — α, ο (Α μηριαῑος, α, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς νεοελλ. φρ. α) «μηριαία αρτηρία» ανατ. η βασική αρτηρία για την αιμάτωση τών στοιχείων τού μηρού β) «μηριαία φλέβα» ανατ. το βασικό απαγωγό αιμοφόρο αγγείο τού μηρού… … Dictionary of Greek
νοτιαίος — νοτιαῑος, αία, ον (ΑΜ) αυτός που βρίσκεται στον νότο, νότιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. νεφρ ιαίος, νωτ ιαίος)] … Dictionary of Greek
νυκτιαίος — νυκτιαῑος, ὁ (Α) φρ. «νυκτιαῑος δρόμος» πορεία κατά τη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. νωτ ιαίος)] … Dictionary of Greek
παραθηκάρης — ὁ, Μ αυτός που φυλάσσει την παραθήκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραθήκη + κατάλ. άρης (πρβλ. νωτ άρης)] … Dictionary of Greek
πελματιαίος — α, ο ανατ. ο σχετικός με το πέλμα (α. «πελματιαία απονεύρωση» β. «πελματιαία αρτηρία» γ. «πελματιαίος μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλμα, ατος + κατάλ. ιαίος (πρβλ. νωτ ιαίος). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο] … Dictionary of Greek
περιμυελιαίος — α, ο, Ν περιμυελικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μυελός + κατάλ. ιαίος (πρβλ. νωτ ιαίος)] … Dictionary of Greek