-
1 νυχία
νυχίᾱ, νύχιοςnightly: fem nom /voc /acc dualνυχίᾱ, νύχιοςnightly: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————νυχίᾱͅ, νύχιοςnightly: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 νυχίᾳ
Βλ. λ. νυχία -
3 νύχια
νύχιοςnightly: neut nom /voc /acc plνύχιοςnightly: neut nom /voc /acc pl -
4 νυχίας
νυχίᾱς, νύχιοςnightly: fem acc plνυχίᾱς, νύχιοςnightly: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 νυχίαν
νυχίᾱν, νύχιοςnightly: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 νύχειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νύχειος
-
7 νύχιος
νύχιος [pron. full] [ῠ], α, ον, also ος, ον E.IT 1273 (lyr.), Tim.Fr.II, parodied by Macho ap.Ath.8.341d:—A nightly, i.e.1 of persons, doing a thing by night,ν. καταλέξεται Hes.Op. 523
(v.l.), cf.Th. 991, A.Ag. 588, etc. ;ἀνὴρ δ' ἐκτέταται ν.
as in nightly sleep,S.
Ph. 857 (lyr.). -
8 φάσμα
A apparition, phantom, Hdt.6.69, 117, A.Ag. 415 (lyr.), etc.; φ. ἀνθρώπου spectral appearance of a man, Hdt. 4.15;φ. γυναικός Id.8.84
, cf. Pl.Smp. 179d;φ. νερτέρων E.Alc. 1127
; vision in a dream,ὀνείρων φάσματα A.Ag. 274
, cf. S.El. 644, etc.; φ. νυκτός ib. 501 (lyr.);νύχια φ. E.IT 1263
(lyr.).2 appearance, phenomenon, Pl.Tht. 155a;ἀνατολῆς φ. καὶ δύσεως Epicur.Nat.11.8
(pl.), al.: so, of strange phenomena in the heavens, Arist.Mete. 338b23, 342a35; of images apprehended by sense, Diog.Oen.Fr. 7. -
9 ἀκρονυχία
ἀκρο-νῠχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρονυχία
-
10 ῥιζωνυχία
ῥιζ-ωνῠχία, ἡ,A root of the nail, Poll.2.145 (pl.), cf. Paul.Aeg.6.85:—in Ruf.Onom.85, [suff] ῥιζ-νύχια, τά; but - ίαι Id. ap. Orib.25.1.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥιζωνυχία
См. также в других словарях:
νυχία — νυχίᾱ , νύχιος nightly fem nom/voc/acc dual νυχίᾱ , νύχιος nightly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυχίᾳ — νυχίᾱͅ , νύχιος nightly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυχιά — η [νύχι] 1. αμυχή με το νύχι, Υρατσουνιά 2. ποσότητα που μπορεί να κόψει ή να πάρει κάποιος με το νύχι, ελάχιστη ποσότητα («μια νυχιά αλάτι») … Dictionary of Greek
νυχιά — η 1. γρατσούνισμα με το νύχι. 2. μτφ., μικρή ποσότητα: Μια νυχιά ζάχαρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νύχια — νύχιος nightly neut nom/voc/acc pl νύχιος nightly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυχίας — νυχίᾱς , νύχιος nightly fem acc pl νυχίᾱς , νύχιος nightly fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυχίαν — νυχίᾱν , νύχιος nightly fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοφάγα — Τάξη αρπακτικών θηλαστικών που κυρίως τρέφονται με κρέας. Τα σ., που είναι διαδομένα σε όλη την υδρόγειο, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αν και διαφέρουν κατά τις διαστάσεις και τις μορφές, έχουν κοινά μερικά κύρια χαρακτηριστικά. Η … Dictionary of Greek
νύχι — το ιού 1. ο όνυχας: Κι απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια (Κρυστάλλης). 2. η οπλή των ζώων. 3. φρ., «Πατάει στά νύχια», πάει αθόρυβα· «Eίναι νύχι και κρέας», συνδέονται στενά· «από την κορφή ως τα νύχια», ολότελα, εντελώς· «Mην πέσεις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυρμηκοφάγος — Κοινή ονομασία θηλαστικών της οικογένειας των μυρμηκοφαγιδών, της τάξης των νωδών. Ο τριδάκτυλος ή χαιτοφόρος μ. (myrmecophaga tridactyla ή jubata), που ζει στην Κεντρική και Νότια Αμερική, μπορεί να φτάσει σε μήκος 2,5 μ. και βάρος 45 περίπου… … Dictionary of Greek
νύχι — το 1. κεράτινη πλάκα ωοειδούς σχήματος που φύεται στη ραχιαία επιφάνεια τού άκρου τών δακτύλων τών ανθρώπων και μεγάλου αριθμού σπονδυλοζώων, όνυχας 2. η οπλή τών οπληφόρων ζώων 3. φρ. α) «(περ)πατάει στα νύχια» βαδίζει ακροποδητί β) «στέκω στα… … Dictionary of Greek