-
1 νυκτερινή
-
2 νυκτερινῇ
-
3 νυκτερινή
νυκτερινόςby night: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 ночной
ночн||о́йприл νυκτερινός, νυχτιάτικος, νυκτόβιος (происходящий ночью):в \ночнойое время τήν νύκτα, νύκτωρ· \ночнойая работа ἡ νυκτερινή ἐργασία, τό νυχτέρι· \ночнойои столик τό τραπεζάκι· \ночнойо́й свет τό νυκτερινό φῶς· \ночнойой сторож ὁ νυκτοφύ-^<-ξ [-ακας]· \ночнойая сорочка (женская и ^етская) τό νυχτικό· \ночнойая фиалка τό ἐρνικοβότανο, τό σαλέπι· \ночнойой полет ἀβ. ἡ νυκτερινή πτήση [-ις]· \ночнойо́е дежу́р-ство ἡ νυκτερινή ὑπηρεσία. -
5 σύν-οδος [2]
σύν-οδος, ἡ, Zusammenkunft, Versammlung; Eur. Hec. 109; νυκτερινή, Ar. Equ. 475; zum Berathschlagen, Her. 9, 27; σύνοδοι καὶ δεῖπνα, Plat. Theaet. 173 d; καὶ κοινωνίαι, Legg. I, 640 a, u. öfter; ξυνόδους ξυνιέναι, Conv. 197 d; ξυνόδους ποιεἶσϑαι, zusammenkommen, Legg. VI, 771 d; = συνουσία, Arist. H. A. 5, 5; Plut. Lyc. 15, öfter; – auch im feindlichen Sinne, Zusammentreffen, Thuc. 5, 70 u. öfter; ὀξεῖα, Plut. Cam. 17. – Auch das Zusammenkommen vor den Schiedsrichtern, Dem. 54, 29. – Von leblosen Dingen, das Zusammenkommen, χρημάτων σύνοδοι, Geldeinkünfte, Her. 1, 64; ἡ τῆς πιλήσεως ξύνοδος, Plat. Tim. 58 b; ὕδατος, 61 a.
-
6 ὀρφαναία
-
7 видение
η όρασηночное - νυκτερινή -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > видение
-
8 вечерний
вечерн||ийприл βραδυνός, ἐσπερινός:\вечернийяя заря τό λυκόφως, τό σούρουπο· \вечернийяя школа ἡ νυκτερινή σχολή· \вечернийее платье ἡ βραδυνή τουαλέτα, τό βραδυνό φόρεμα. -
9 дозор
дозорм ἡ περίπολος, ἡ περιπολία:ночной \дозор ἡ νυκτερινή περίπολος· обходить \дозором περιπολώ· в \дозоре σέ περιπολία. -
10 курсы
курсыт.к. мн. ἡ σχολή, τά μαθήματα:\курсы иностранных языков ἡ σχολή τῶν ξένων γλωσσών вечерние \курсы ἡ νυκτερινή σχολή, τά νυχτερινά μαθήματα· подготовительные \курсы τό φροντιστήριο. -
11 ночное
ночн||оес ἡ νυκτερινή βοσκή, τό πα-ραβόσκι. -
12 школа
школ||аж в разн. знач. ἡ σχολή, τό σχολειό, τό σχολεῖο[ν]:начальная \школа τό δημοτικό σχολείο· неполная средняя \школа τό ἐπτατάξιο σχολείο· средняя \школа τό γυμνάσιο[ν]· вечерняя \школа ἡ νυκτερινή σχολή· общеобразовательная \школа с техническим уклоном τό πρακτικόν λύκειον специальная \школа ἡ είδική σχολή· высшая \школа ἡ ἀνωτάτη σχολή· юридическая \школа ἡ νομική σχολή· директор \школа-ы ὁ σχολάρχης, ὁ διευθυντής σχολής (или σχολείου)· ходить в \школау πηγαίνω στό σχολείο· учиться в \школае σπουδάζω· отдать кого́-л. в \школау στέλνω στό σχολείο· окончить \школау τελειώνω τό σχολείο, ἀποφοιτώ σχολή· пройти́ хорошую \школау перен περνώ καλή. σχολή· создать свою \школау δημιουργώ δική μου σχολή. -
13 πτήση
[-ήσις (-εως)] η1) полёт; перелёт;νυκτερινή πτήση — ночной полёт;
πτήση στο διάστημα — или διαστημική ( — или κοσμική) πτήση — космический полёт;
ομαδική πτήση — групповой полёт;
τροχιακή πτήση — орбитальный полёт;
τυφλή πτήση — слепой полёт;
εν πτήσει — или κατά την πτήση — во время полёта;
διαπλανητικές πτήσεις — межпланетные путешествия;
2) взлёт; вылет -
14 νυκτερινήι
-
15 νυκτερινῆι
-
16 сеанс
-а α.καθορισμένα χρονικά όρια επίδειξης ή ώρες επίδειξης•сеанс показа моделей ώρες επίδειξης μοντέλων•
сеанс одновременной игры в шахматы επίδειξη αγώνα σκακιού με πολλούς αντίπαλους.
|| προβολή κινηματογραφική•дневной сеанс ημερήσια προβολή•
ночной -εσπερινή (νυκτερινή) προβολή.
|| περιποίηση αρρώστου. || ποζάρισμα μπροστά στο ζωγράφο. -
17 φρουρά
A look-out, watch, guard, as a duty, A.Ag.2, Hdt.2.30, IG12.3.26, etc.;ἐς φ. δόμων E.Or. 1252
;φρουρὰν ἐτάξαντ' ἐν δόμοις Id.Andr. 1099
; φρουρὰν ἄζηλον ὀχήσω shall keep unenviable watch, A.Pr. 143 (anap.); ὄμματος φρουρά my watchful eye, S.Tr. 226; φρουρᾶς ᾄδων singing while on guard, to keep oneself awake or while away the time, Ar.Nu. 721 (anap.);τοῖς.. πιστοτέροις.. διετέτακτο ἡ φ. Pl.Criti. 117d
.2 a watch of the night,ἡ νυκτερινὴ φ. Hdn.3.11.6
; v.l. in E.Rh.5 (anap.).II of persons set to watch, guard, garrison, Hdt.6.26, 7.59, A.Ag. 301, Th.3.51, IG22.28.14, etc.; esp. of frontier-posts, X.HG6.5.24, etc.;στρατειῶν καὶ φρουρῶν Lys.16.18
; ἐξήλθομεν εἰς Πάνακτον φρουρᾶς προγραφείσης being ordered on garrison-duty, D.54.3; ;φρουρὰν ὑποδέχεσθαι Id.58.38
.2 at Sparta, a body of men destined for service, φρουρὰν φαίνειν proclaim or order out a levy, 'call out the ban', of the ephors and kings, X.HG 3.2.23, 6.4.17; ἐπί τινας ib.4.7.1, etc.; εἰδότες φρουρὰν πεφασμένην ἐφ' ἑαυτούς ib.5.1.29; φ. ἐξάγειν ib.2.4.29. -
18 φυλακεύς
φῠλᾰκ-εύς, έως, ὁ, [dialect] Ep. for φύλαξ, [dialect] Ep. pl. φυλακῆες Opp.C.4.295. -ή, ἡ, ([etym.] φύλαξ)A watching or guarding, esp. by night,φυλακῆς μνήσασθε Il.7.371
; φυλακὰς ἔχειν keep watch and ward, 9.1, 471;φ. κατέχειν E.Tr. 194
(lyr.); φυλακὴ ἔχει αὐτόν watching engages him, v.l. in Hes.Fr.188.4;φ. νυκτερινή Ar.V.2
: prov., γυμνῷ φυλακὴν ἐπιτάττειν tell an unarmed man to stand on the defensive, i.e. to give commands that cannot be obeyed, Pherecr.144, cf. Philem.12;περὶ φυλακῆς Εὐβοίας.. ἐπιμέλεσθαι IG12.39.76
; ὅπως ἀφανὴς εἴη ἡ φ. that there might be nothing visible to watch, Th.4.67;φυλακὴν [τῶν τειχῶν] ἔρημον καταλιπεῖν Lycurg.17
; φυλακὰς φυλάξειν keep watch and ward, X.An.2.6.10, cf. Pl.Lg. 758d;τὴν ἐν θαλάττῃ φ. φυλάττειν D.7.14
;φ. ποιῆσαι X.An.5.7.31
;τὴν φ. ποιεῖσθαι Lys.12.16
;φυλακὰς ποιήσασθαι X.An.6.3.21
;ἰσχυρὰς φ. ποιεῖσθαι Id.Cyr.1.6.37
; φυλακὰς καταστήσασθαι, κατασκευάσασθαι, Ar.Av. 841, X.HG7.2.23.2 watch or guard, of persons, Pl.Prt. 321d (pl.), Act.Ap.12.10, etc.;φ. ἑωυτοῦ ποιεύμενός [τινας] Hdt.2.154
; φ. τοῦ σώματος a body guard, D.23.3;τῶν σωμάτων Din.1.9
;φ. περὶ τὸ σῶμα X.Cyr.7.5.58
, cf. PHib.1.59.5 (iii B. C.), etc.; garrison of a place or fortress, Hdt.2.30; ἡ ἐν τῇ Ναυπάκτῳ φ., of a squadron of ships, Th.7.17, cf. X.HG1.1.22.3 station, post, Il.10.408 (pl.), 416 (pl.), X.HG5.4.49;φυλακὰς προλιπών E.Rh.18
(anap.); Διὸς φ., Pythag. name for the centre of the universe, Arist.Cael. 293b3.4 of time, a watch of the night,ἐπεὰν τῆς νυκτὸς ἦ δευτέρη φ. Hdt.9.51
; πρώτης φ. ἀρχομένης Wilcken Chr. 1 ii 18 (iii B. C.);φυλακαῖσι νυκτέροισιν E.Rh. 765
;φ. νυκτερινὰς καὶ ἡμερινὰς καθιστάναι X.Cyr.1.6.43
: of these there were three, acc. to Sch.E. Rh.5; but five are mentioned in Stesich.55, Simon.219 A, E.Rh. 543 (lyr.); and the Roman division was four, Ev.Matt.14.25, Suid.5 place for keeping others in, ward, prison,δημοσία φ. D.S.10.30
;εἰς φυλακὴν βληθείς AP11.276
(Lucill.);βαλεῖν τινὰ εἰς φ. Ev.Matt.18.30
, cf. Arr.Epict.1.1.24;θέσθαι τινὰ ἐν φυλακῇ LXX Ge.40.3
, cf. Ev.Matt.14.3; πολιτικὴ φ. the town-prison, POxy.259.8 (i A. D.).6 Astrol. = ταπείνωμα, PMich. in Class.Phil.22.22 (pl.).II guarding, keeping, preserving, whether for security or custody,ἐν φυλακῇ ἔχειν τινά Hdt.1.24
;ἐν φ. ἀδέσμῳ ἔχειν τινά Th.3.34
;ἐν φυλακῇσι μεγάλῃσι ἔχεσθαι Hdt.2.99
; τὸν Ἰσθμὸν ἔχειν ἐν φ. to keep the Isthmus guarded or occupied, Id.7.207, cf. 8.40; τὸν ἠνείκαντο γλώσσης χαρακτῆρα τοῦτον ἔχειν ἐν φ. to preserve the same character of language, Id.1.57;ἔχειν νόον ἐν φ. Thgn.439
;τὰ παρὰ πᾶσιν ἐν πλείστῃ φ., παῖδας καὶ γυναῖκας D.18.215
; ;τὸν πλοῦν διὰ φ. ποιησάμενοι Id.8.39
; στόματος φυλακᾷ κατασχεῖν φθόγγον prob. in A.Ag. 236 (lyr.); ἐν φ. σχεθέμεν μεγάλᾳ be very ware of, Pi.P.4.75; φυλακὴν ἔχειν, = φυλάττεσθαι, keep guard, be on the watch,περί τινα Hdt.1.39
; φ. ἔχων εἴ κως δυναίμην .. ib.38; φ. ἔχειν μή .. Th.2.69; φ. λαμβάνειν μή .. Men.Pk.20; δεινῶς ἦσαν ἐν φυλακῇσι were straitly on their guard, Hdt.3.152, cf. A.Pers. 592 (lyr.).3 safeguard, τὴν μεγίστην φ. ἀνῄρηκε τῆς πόλεως its chief safeguard, And.4.19;φ. παρέχειν Isoc.11.13
; δημοκρατίας, μοναρχίας φ., Lys.25.28, Arist. Pol. 1315a8.III (from [voice] Med.) precaution,πολλῆς φ. ἔργον Pl.R. 537d
;φ. θαυμαστῆς δεομένη Id.Lg. 906a
, al., cf. Th.5.99.2 c. gen., precaution against,εὐλάβεια φ. κακοῦ Pl.Def. 413d
; ;φ. τῶν πάντα μολυνόντων Epicur. Sent.Vat.80
, cf. 73.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακεύς
См. также в других словарях:
νυκτερινῇ — νυκτερινός by night fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερινή — νυκτερινός by night fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερινῆι — νυκτερινῇ , νυκτερινός by night fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нощьныи — (85) пр. 1.Относящийся к ночи, свойственный ночи: множьства ради щедротъ твоихъ изволивыи намъ прѣити веръстѹ д҃ньвнѹю. и на прѣдѣлы прѣстѹпити нощьныѧ. СбЯр XIII, 216; и мало времѧ нощноѥ почиваше. и множаиша на ѹчениѥ ст҃хъ словесъ пребываше.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
νυκτεγερσία — η (Α νυκτεγερσία και νυκτηγρεσία και νυκτεγρεσία και νυχεγρεσία) [νυκτεγερτώ] 1. νυκτερινή έγερση προκειμένου να αντιμετωπιστεί ξαφνικός κίνδυνος, νυκτερινός συναγερμός 2. ο νυκτερινός συναγερμός που περιγράφεται στη ραψωδία Κ τής Ιλιάδος 3.… … Dictionary of Greek
παννυχίδα — Γιορτή που διαρκεί όλη τη νύχτα, αλλά και η ολονύκτια ακολουθία στους χριστιανικούς ναούς την παραμονή μιας μεγάλης γιορτής. Στα μοναστήρια χρησιμοποιείται ο όρος αγρυπνία. Η συνήθεια των π. είναι αρκετά παλιά και φαίνεται να καθιερώθηκαν τον 4o… … Dictionary of Greek
Αβδηρίτης — Σατιρικό και λογοτεχνικό περιοδικό, που κυκλοφόρησε στην Αθήνα (1857 59). Διευθυντής του περιοδικού ήταν o Δ. Βρατσάνος. Σε αυτό δημοσιεύτηκαν ποιήματα και έργα των Παράσχου, Ζαλοκώστα, Βηλαρά κ.ά. Δημοσιεύτηκε επίσης το μόνο πεζογραφικό έργο του … Dictionary of Greek
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek
εξκούβιτον — ἐξκούβιτον το (Μ) το σώμα τής φρουράς τού εσωτερικού τών βυζαντινών ανακτόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. excubitus «νυκτερινή φρουρά προ τού κοιτώνος σημαντικών προσώπων»] … Dictionary of Greek
θρασύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Τύραννος της Μιλήτου (6ος αι. π.Χ.). Με τέχνασμά του παραπλάνησε τον βασιλιά της Λυδίας, Αλυάττη, ο οποίος πολιορκούσε την πόλη, και τον ανάγκασε όχι μόνο να συμμαχήσει με τους Μιλήσιους αλλά και να… … Dictionary of Greek
κόλι — το μικρό στρατιωτικό απόσπασμα ή νυκτερινή περίπολος, καρακόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρακόλι, με αποκοπή τού α συνθετικού καρά για απλοποίηση] … Dictionary of Greek