-
1 σύν-οδος [2]
σύν-οδος, ἡ, Zusammenkunft, Versammlung; Eur. Hec. 109; νυκτερινή, Ar. Equ. 475; zum Berathschlagen, Her. 9, 27; σύνοδοι καὶ δεῖπνα, Plat. Theaet. 173 d; καὶ κοινωνίαι, Legg. I, 640 a, u. öfter; ξυνόδους ξυνιέναι, Conv. 197 d; ξυνόδους ποιεἶσϑαι, zusammenkommen, Legg. VI, 771 d; = συνουσία, Arist. H. A. 5, 5; Plut. Lyc. 15, öfter; – auch im feindlichen Sinne, Zusammentreffen, Thuc. 5, 70 u. öfter; ὀξεῖα, Plut. Cam. 17. – Auch das Zusammenkommen vor den Schiedsrichtern, Dem. 54, 29. – Von leblosen Dingen, das Zusammenkommen, χρημάτων σύνοδοι, Geldeinkünfte, Her. 1, 64; ἡ τῆς πιλήσεως ξύνοδος, Plat. Tim. 58 b; ὕδατος, 61 a.
-
2 ὀρφαναία
См. также в других словарях:
νυκτερινῇ — νυκτερινός by night fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερινή — νυκτερινός by night fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερινῆι — νυκτερινῇ , νυκτερινός by night fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нощьныи — (85) пр. 1.Относящийся к ночи, свойственный ночи: множьства ради щедротъ твоихъ изволивыи намъ прѣити веръстѹ д҃ньвнѹю. и на прѣдѣлы прѣстѹпити нощьныѧ. СбЯр XIII, 216; и мало времѧ нощноѥ почиваше. и множаиша на ѹчениѥ ст҃хъ словесъ пребываше.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
νυκτεγερσία — η (Α νυκτεγερσία και νυκτηγρεσία και νυκτεγρεσία και νυχεγρεσία) [νυκτεγερτώ] 1. νυκτερινή έγερση προκειμένου να αντιμετωπιστεί ξαφνικός κίνδυνος, νυκτερινός συναγερμός 2. ο νυκτερινός συναγερμός που περιγράφεται στη ραψωδία Κ τής Ιλιάδος 3.… … Dictionary of Greek
παννυχίδα — Γιορτή που διαρκεί όλη τη νύχτα, αλλά και η ολονύκτια ακολουθία στους χριστιανικούς ναούς την παραμονή μιας μεγάλης γιορτής. Στα μοναστήρια χρησιμοποιείται ο όρος αγρυπνία. Η συνήθεια των π. είναι αρκετά παλιά και φαίνεται να καθιερώθηκαν τον 4o… … Dictionary of Greek
Αβδηρίτης — Σατιρικό και λογοτεχνικό περιοδικό, που κυκλοφόρησε στην Αθήνα (1857 59). Διευθυντής του περιοδικού ήταν o Δ. Βρατσάνος. Σε αυτό δημοσιεύτηκαν ποιήματα και έργα των Παράσχου, Ζαλοκώστα, Βηλαρά κ.ά. Δημοσιεύτηκε επίσης το μόνο πεζογραφικό έργο του … Dictionary of Greek
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek
εξκούβιτον — ἐξκούβιτον το (Μ) το σώμα τής φρουράς τού εσωτερικού τών βυζαντινών ανακτόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. excubitus «νυκτερινή φρουρά προ τού κοιτώνος σημαντικών προσώπων»] … Dictionary of Greek
θρασύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Τύραννος της Μιλήτου (6ος αι. π.Χ.). Με τέχνασμά του παραπλάνησε τον βασιλιά της Λυδίας, Αλυάττη, ο οποίος πολιορκούσε την πόλη, και τον ανάγκασε όχι μόνο να συμμαχήσει με τους Μιλήσιους αλλά και να… … Dictionary of Greek
κόλι — το μικρό στρατιωτικό απόσπασμα ή νυκτερινή περίπολος, καρακόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρακόλι, με αποκοπή τού α συνθετικού καρά για απλοποίηση] … Dictionary of Greek