Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ταπείνωμα

См. также в других словарях:

  • ταπείνωμα — dejection neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπείνωμα — το, ΝΜΑ [ταπεινῶ, ώνω] νεοελλ. μσν. ταπεινοφροσύνη, μετριοφροσύνη μσν. αρχ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταπεινώνω, η ελάττωση ύψους, το χαμήλωμα 2. αστρολ. απόκλιση αστέρα, κυρίως, πλανήτη …   Dictionary of Greek

  • ταπεινωμάτων — ταπείνωμα dejection neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινώμασι — ταπείνωμα dejection neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινώμασιν — ταπείνωμα dejection neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινώματα — ταπείνωμα dejection neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινώματι — ταπείνωμα dejection neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινώματος — ταπείνωμα dejection neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hypsoma — Exaltations (grün) und Depressionspunkte (rot) der sieben Planeten Hypsoma (babylonisch ašar nisirti oder bit nisirti „verborgener Ort“; griechisch ύ̓ψωμα „Erhöhung“; Plural Hypsomata) ist die griechisch astronomische Bezeichnun …   Deutsch Wikipedia

  • κοίλωμα — το (AM κοίλωμα, Μ και κοίλωμαν) [κοιλώ] 1. βαθούλωμα, κούφωμα («κοίλωμα βράχου») 2. χαμηλός τόπος, κοιλάδα, λάκκωμα νεοελλ. (εμβρυολ. ζωολ.) κοιλότητα μεταξύ τού πεπτικού αγωγού και τού σωματικού τοιχώματος τού ζώου που σχηματίζεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • υψηλοταπείνωμα — ώματος, τὸ, Α το να είναι κανείς ὑψηλοτάπείνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + ταπείνωμα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»